ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ Ο ΜΠΟΥΚΟΒΙ

 

Μία άλλη Ελλάδα. Πριν 50 χρόνια η ίδια Ελλάδα βαλμένη σε διαφορετική βιτρίνα που σήμερα μοιάζει ρετρό. Ο Ολυμπιακός για τους γάβρους είναι η ομάδα θρύλος, και η οπαδική τους ψυχή πλούτισε όταν συναντήθηκαν με τον Μάρτον Μπούκοβι. Μία φυσιογνωμία που εκείνοι, οι οπαδοί την γέννησαν, την ανέδειξαν σε θρυλική. 

Πήρε το πρωτάθλημα έξι χρόνια σερί ο Ολυμπιακός. Η ομάδα θρύλος. Το 1954, το 1955, το 1956, το 1957, το 1958, το 1959. Το ξαναπήρε το 1966 και το 1967 με προπονητή τον Μάρτον Μπούκοβι. Τον «πατέρα».

Ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος, ο της βιογραφίας του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, έργο αξεπέραστο και αναγνωρισμένο διεθνώς, γεννημένος γάβρος από το πεζοδρόμιο, όπως λέμε από κούνια, έγραψε το 1989 «Τη Νύχτα που Έφυγε ο Μπούκοβι». Οι αράδες με αφορμή ότι σα σήμερα 13 Δεκεμβρίου το 1967, ο «πατέρας» Μάρτον Μπούκοβι παραιτήθηκε από τον Ολυμπιακό.

Χούντα στην Ελλάδα. Χούντα κατά βάση αντικομουνιστική. Ο Μπούκοβι προέρχεται από χώρα κομουνιστική, την Ουγγαρία. Ε, είναι ενοχλητικό ένας κομουνιστής να αγαπιέται από τους φιλάθλους της δημοφιλέστερης ομάδας, του Ολυμπιακού, στα πρώτα κιόλας χρόνια της δικτατορίας.

Γράφει ο Χαριτόπουλος(απόσπασμα από το βιβλίο του «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι»)...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Ήταν όλοι εκεί.

Οι αγαπημένοι από παλιά. Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα. Τον Άγιο Δημήτρη, τα Ταμπούρια και την Υπαπαντή.

Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια.

Από την λέσχη του Σταύρου ήρθε ο έβδομος αδερφός του, ο Λουκάς, που αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι, ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας, το δεξί μπακ της ΠΟΑΔ, ο κουρέας ο Λοϊζος που ‘παιζε τερματοφύλακας, ο Φιρλίγκος, ο Πιεράκος, ο Γκέλος που πέρναγε παραμάνες στα μάγουλα του χωρίς να ματώνει, τ’ αδέρφια οι Αράπηδες, ένας απ’ τους Κριελάκους, ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλφαραίων βρέθηκαν εκεί.

Απ’ το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς, ο Θοδωρής που κυνηγάει τους πούστηδες, ο Στέλιος ο Υγρασίας, οι Γαργαλάκοι, ο Καραβάς, το σέντερ φορ της ΠΟΑΔ, ο Τσούτας, ο Δρακούλης ο αστυφύλακας χωρίς τη στολή, ο Μονέδας, ένας απ’ τους Μαριόληδες, ο Πηλάλης, ο Μπαμπάτσικος, ο Κατσίκας η Αλήτρα κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων ήταν εκεί.

Απ’ το «Κυνηγών» ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός του ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, ο Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων ήταν εκεί.

Ήτθανε απ’ του Τσέχα, του Μπαθρέλου και του Τσαπατσάρη...Ο Βαρίτης, οι Μελάδες, ο Πέτρος ο Κεφάλας, ο Γιάννης που τον κλάψανε όλα τα Μανιάκικα. Ήρθανε οι δύο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ’ την Αμφιάλη που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.

Την άλλη μέρα έγραψε και το ΦΩΣ τι έγινε εκεί:

Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ’ το ξενοδοχείο της Καστέλλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά, κι οι πιο μικροί με δάκρυα στα μάτια φωνάζανε:

- Πατέρα! Μη-φεύγεις!

Πως, όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, να τους ησυχάσει, με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός κι έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται:

- Πατέρα! Μη-φεύγεις!...Πατέρα-μη!... Μη φεύ-γεις!...

Έγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά.

Τους τσαμπουκάδες που γίνανε, το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους. Τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο...

Έγραφε μερικά το ΦΩΣ.

Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε!
(Μέχρι εδώ ήταν ολίγος Χαριτόπουλος από το βιβλίο του ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ Ο ΜΠΟΥΚΟΒΙ, εκδόσεις Τόπος).

Τελειώνει η γερμανική κατοχή και στην Ελλάδα αρχίζει, πιο σωστά συνεχίζεται ο ένοπλος εμφύλιος πόλεμος. Η Ελλάδα στα δύο. Η ζωή τραβά στο δρόμο της και οι πληγές του εμφύλιου παραμένουν ανοιχτές, η αντιπαλότητα δεν ξεποσταίνει. Για να κλείσει ο κύκλος της διαμάχης των «δύο πλευρών» και να χαμηλώσουν τα μποφώρ της πολιτικής ανωμαλίας, είναι απαραίτητα στο έργο κι άλλα επεισόδια. Η Αποστασία, τα Ιουλιανά, η δολοφονία του Σωτήρη Πετρούλα, η δικτατορία.

Μέσω του πρέσβη της Ουγγαρίας ο Ολυμπιακός ζητάει προπονητή τον Νάντορ Χιντεγκούτι. Έναν από τη μαγική εθνική Ουγγαρίας. Οι Ούγγροι αφού πήραν και τη σύμφωνη γνώμη της αριστεράς, του μοναδικού αριστερού κόμματος ΕΔΑ, απαντούν όκεϋ, Χιντεγκούτι στον Ολυμπιακό. Με βοηθό τον Μίχαϊ Λάντος, άλλον παικταρά της φιναλίστ στο μουντιάλ 1954 και νικήτριας με 6-3 της Αγγλίας στο Ουέμπλευ, το 1953.

Κάτι στράβωσε. Οι Ούγγροι θέλουν να στείλουν τον τερματοφύλακα Γκιούλα Γκρόσιτς, ιερό τέρας και αυτός της μεγάλης εθνικής ομάδας. Ο Ολυμπιακός δεν...άκουσε καλά το όνομα Γκρόσιτς. Τελικά, διαθέσιμος ήταν ο Μπούκοβι, που γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου το 1903 και ήταν προπονητής από το 1935, πρώτη ομάδα του η κροατική Γκραρζάνσκι.

Πέντε χιλιάδες οπαδοί του Ολυμπιακού υποδέχθηκαν στο αεροδρόμιο τον Μάρτον Μπούκοβι. Στην πρώτη προπόνηση οι 10.000(!) γάβροι έπαθαν πλάκα τους όταν ο Ούγγρος δάσκαλος ανάμεσα στ’ άλλα έδεσε με μαντήλια τα μάτια των ποδοσφαιριστών, σε ασκήσεις με την μπάλα.

Ο Μπούκοβι δεν ήταν ο προπονητής στην εθνική Ουγγαρίας, όταν μεσουρανούσε αυτή, η μεγαλύτερη ομάδα της εποχής της, με Πούσκας, Τσίμπορ, Μπόζικ, Λόραντ, Ζακάριας, Κότσιτς, Μποντάϊ κ.α. Η εθνική Ουγγαρίας, όμως, έπαιζε σύμφωνα με το «σύστημα», την ποδοσφαιρική σκέψη του προπονητή της ΜΤΚ Βουδαπέστης. Του Μπούκοβι.

Με τον Ολυμπιακό ο Μάρτον Μπούκοβι τερμάτισε την προπονητική του καριέρα, σε ηλικία 64 χρονών. Πέθανε στη Γαλλία, στις 11 Φεβρουαρίου το 1985. Για τις παλιοσειρές των γάβρων είναι αθάνατος. Δεν τιμάει το σωματείο Ολυμπιακός η συμπεριφορά της διοίκησης του στον Μπούκοβι, όλα όσα προέκυψαν με το φευγιό του. Και, βέβαια, η γενικώτερη στάση την περίοδο της δικτατορίας του επίσημου Ολυμπιακού, όπως όλων αθλητικών συλλόγων, με ελάχιστες εξαιρέσεις.