ΗΤΑΝ Η ΝΕΡΑΙΔΑ ΤΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙ ΔΙΚΗ ΤΟΥ

 

Να κυκλοφορεί μονάχα με τα εσώρουχα στο διαμέρισμά της, την είδε τυχαία από την εγκαταλελειμμένη χρόνια απέναντι οικοδομή, και ο νεαρός μαρμάρωσε. Λες αποκαλύφθηκε πίσω από τα τζάμια του παραθύρου της μία θεά. Με βλέμμα θλιμμένο, όσο μπορούσε να την παρατηρήσει, περπάτημα κουρασμένο, όμως κορμί καλοπλασμένο, ανθηρόσαρκο.

Πρώτη φορά στη ζωή του ο Στάθης αντίκρυζε αληθινή νεράιδα. Αυτή η γυναίκα, 35-40 χρονών δεν γίνεται να μην είναι αγνή. Είναι σίγουρα παρθένα. Μαλλιά ανέμιζαν στην πλάτη, λεονταρίσια χαίτη, λαχταριστή. Δεν είναι δυνατόν, για το άγουρο μυαλό του 21χρονου, η γειτόνισσα (;), η φιγούρα της οποίας σφραγίστηκε κιόλας μέσα του, να ανήκει σε κάποιον άντρα. Είναι θεά.

Ο Στάθης μόλις έχει απολυθεί από το στρατό, μένει με τους γονείς του σε διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου, ο τρίτος και ο τέταρτος της μικρής πολυκατοικίας έχουν μείνει στα μπετά, και στα τούβλα μόνο στους εξωτερικούς τοίχους. Μαζί με τον πατέρα του ανέβηκαν στον τέταρτο, μήπως κάπου, σε μια γωνιά, φτιάξουν μια αποθηκούλα, να χώσουν μέσα τίποτα αχρείαστα πράγματα.

Ακριβώς στα δέκα μέτρα απέναντι το παράθυρό της. Στον τέταρτο όροφο. Απ' εκεί, μέρα μεσημέρι, την πρωτόδε, χωρίς να τον πάρει είδηση ο πατέρας του. Μήπως ήταν όραμα; Μια οπτασία, ίσως. Μια εικόνα φανταστική που την δημιούργησε ο ίδιος. Έριξε πάλι κλεφτά μια ματιά προς το παράθυρό της. Δεν υπήρχε τίποτα. Το φάντασμα (;) είχε εξαφανιστεί.

Είπε στους δικούς του, κατά τις δέκα, ότι θα βγει. Ψέματα. Ανέβηκε στον άδειο, τον γυμνό 4ο όροφο. Στο σκοτάδι αυτός, σκοτεινό και το διαμέρισμά της. Πέρασε μια ώρα. Περίμενε. Τι περίμενε; Ακόμα μισή ώρα, και να, το δωμάτιό της φωτίστηκε Δεν είναι μόνη, μαζί της ένας άνδρας, που δεν τον βλέπει ο Στάθης, δεν θέλει να τον βλέπει, όλο το Είναι του είναι προσηλωμένο σ' αυτήν, μη χάσει την παραμικρή της κίνηση, την κάθε της έκφραση.

Ο άνδρας την αγκαλιάζει, ξεκουμπώνει το πουκάμισο της, δεν σταματάνε να φιλούνται.
Το επόμενο βράδυ ο νέος στο πόστο του. Αυτή τη φορά το φως απέναντι άναψε στις 10.36. Ένας άλλος άνδρας! Όχι ο χθεσινός! Αυτή είναι η ίδια! Με τις ίδιες νωχελικές κινήσεις, με την ίδια μελαγχολία στο πρόσωπο. Την βλέπει να ξεφεύγει από την αγκαλιά του άνδρα και να ξαπλώνει στο κρεβάτι. Το τρίτο βράδυ, όταν ο Στάθης ανέβηκε στο παρατηρητήριο του βρήκε το φως της ήδη αναμμένο. Περίμενε να δει κι αυτήν, την αγαπημένη του. Ήταν μόνη, ντυμένη. Άναψε τσιγάρο, σίγουρα είχε απέναντι της την τηλεόραση.

Κάθε βράδυ σκοπιά ο Στάθης. Και σχεδόν κάθε βράδυ η λατρεμένη του, η θεά του, ήταν μ' άλλον, έναν φαλακρό, έναν κοντό, έναν χοντρό, έναν ηλικιωμένο, έναν καμπούρη, έναν..., διάφοροι τύποι. Αυτός, όμως, την θεωρούσε δικιά του. Ούτε ο ίδιος ήξερε, ούτε τον ενδιέφερε να ψάξει, γιατί μ' αυτήν την άγνωστη αισθανόταν τόσο δυνατά, τόσο γλυκά. Ένα δεσμό βαθειά συναισθηματικό.

Πέρασαν εβδομάδες. Μήνες, μέχρι να 'ρθει η άγια νύχτα. Η γυναίκα μπήκε στο διαμέρισμά της μ' έναν 30χρονο, περίπου. Ο άνδρας ήταν πιεστικός. Βίαιος μαζί της. Εκείνη τον απέφευγε, δυσανασχετούσε. Κάποια στιγμή την αρχίζει στα χαστούκια. Η κοπέλλα προσπαθεί να αμυνθεί, με τα χέρια γύρω από το κεφάλι, πέφτει στο πάτωμα, εκείνος την κλωτσάει... Δεν περίμενε κάτι άλλο ο Στάθης.

Έξι χρόνια έκανε μποξ, ήρθε η ώρα να του φανεί χρήσιμο. Κατεβαίνει τρελός στο δρόμο και πατάει το κουδούνι σε διαμέρισμα του τρίτου, γνωστού του. Η καρδιά του κτυπάει τόσο δυνατά, θα σκάσει το στήθος του. Με τα χέρια κοπανάει την πόρτα της, δευτερόλεπτα μετά του άνοιξε ο 30χρονος.

Έφαγε τόσο ξύλο ο άλλος που ήταν να τον λυπάσαι. Διπλωμένος στα τέσσερα παρακαλούσε τον Στάθη να σταματήσει, τον εκλιπαρούσε. Εκείνη ημίγυμνη, δαρμένη, ματωμένη στο πρόσωπο. Μόλις τα κατάφερε να ψελλίσει.

- Παρακαλώ, κλείστε την πόρτα..., αφήστε τον να φύγει, να φύγει...

Πειθάρχησε ο νικητής. Και μετά την οδήγησε στο μπάνιο. Δέκα λεπτά αργότερα η κοπέλλα τσακισμένη εμφανίστηκε με κάποιες δυνάμεις.

- Δεν φαντάζεσθε, νεαρέ μου, τι δώρο μου κάνατε..., αυτός ο άνδρας είναι η καταστροφή μου. Του δώσατε τέτοιο μάθημα, και επειδή τον ξέρω πολύ καλά πόσο δειλός είναι, δεν πρόκειται πια να με ξαναενοχλήσει...

Από το επόμενο βράδυ ο Στάθης δεν ξαναπήγε στον άκτιστο τέταρτο όροφο, διότι βρισκόταν πάντα στην αγκαλιά της θεάς του. Κάθε βράδυ.


Διαβάστε ακόμα:

ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ