ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΤΑΒΑΤΖΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

Νταβατζής. Επάγγελμα σκληρό, μη το φθάσουμε να δικαιούται και επίδομα ανθυγιεινής εργασίας. Στο φινάλε είναι δουλειά του υποκόσμου και για έρθουμε στο θέμα μας επάγγελμα υπό εξαφάνιση. Έτσι είναι. Επιτηδεύματα χάνονται από την πιάτσα διότι πλέον δεν είναι χρειαζούμενα, και από την άλλη η εποχή γεννάει νέα επαγγέλματα.

Νταβατζής. Ο σωματέμπορας να 'ούμε. Ο προαγωγός κατά τη δικαστική γλώσσα. Ο μαστροπός. Ο προστάτης. Σιγά που θέλει προστασία από τον νταή και μαχαιροβγάλτη νταή η κυρία που αποφασίσει σήμερα να σκάσει μύτη στο πεζοδρόμιο.

Δεν υπάρχει πια ο Σακαφλιάς που τον έκανε σουξέ ο Τσιτσανης, και υστερότερα ο Σαλονικιός, που έγινε σουξέ του Στράτου Διονυσίου, τραγούδι του Χρήστου Νικολόπουλου σε στίχους Λευτέρη Παπδόπουλου. Νταβατζήδες φιρμάτοι ο Σακαφλιάς και ο Σαλονικιός, σήμερα τους διαδόχους τους τους πάτησε το τραίνο της νέας εποχής. Όπως τον γαλατά, τον παγοπώλη, την τηλεφωνήτρια, επαγγέλματα προϊστορικά.
Μέσα στο μπουρδέλο κοιμόταν, πιο σωστά λαγοκοιμόταν ο νταβατζής και παραδίπλα του ποιος ξέρει τι όνειρα έβλεπαν- κοιμισμένες κι αυτές- οι δυο πουτάνες που είχε στη δούλεψή του. Παίδαρος ο Λιάκος, ημιάγρια φύση, όμως φοβότανε μήπως του ορμήξουνε στον ύπνο του και τον ξεσκίσουν οι τσούπρες στις οποίες παρίστανε τον αγαπητικό. Εκείνες τον είχαν για καμάρι τους, τον άνθρωπό τους.

Δεν μπορείς να ξέρεις τι κρύβει η ψυχή του αλλουνού. Της αλληνής. Με το χέρι στο μαχαίρι, λοιπόν, που κουβαλούσε στον κόρφο του κοιμόταν, λαγοκοιμόταν ο περιβόητος νταβατζής της Τρούμπας, από Ηλεία μεριά, αλλά ο φόβος, φόβος. Μην του ξηγηθεί μπαμπέσικα ένα από τα δύο κορίτσια του.

Μια από τις πολλές είναι και η ιστορία του Λιάκου, του βαρύμαγκα νταβά πριν 65 χρόνια. Έρχομαι στη δολοφονία του 33χρονου έξω από το νεκροταφείο του Δήμου Αχαρνών. Το φονικό το 2012 με 13, δεν θυμάμαι ακριβώς, το οποίο θαρρώ σήμανε οριστικά το τέλος του εν Ελλάδι νταβατζή. Η 24χρονη τον καθάρισε η ίδια με μαχαίρι, το παραδέχθηκε και σύμφωνα μ' αυτά που κατέθεσε ήταν το θύμα του θύματος.
«Με το ζόρι, με τη βία μ' έριξε στην πορνεία κι όλα τα χρήματα τα έπαιρνε αυτός. Είχε βιάσει τις δύο αδελφές μου, απειλούσε την οικογένειά μου, μ' έστελνε σε πελάτες. Όποτε προσπαθούσε να ξεφύγω με ξυλοκοπούσε και ήταν έτοιμος να ξεσπάσει και στον πατέρα μου.

»Ήρθε σπίτι μου, στο Μενίδι, γιατί είχε βρει κάποιον που θα πλήρωνε καλά. Αλλοίμονό μου αν δεν πήγαινα στο ραντεβού που είχε κανονίσει, και για να είναι σίγουρος θα με οδηγούσε εκείνος στον πελάτη. Συναντηθήκαμε στον περίβολο του νεκροταφείου, αρνιόμουνα κι αυτός για να με «συνετίσει» άρχισε να με δέρνει. Είχα πάρει μαζί μαχαίρι, το κάρφωσα δυο φορές στην πλάτη του, μετά άλλες δυο φορές στο στήθος του και μια φορά στο πόδι. Σωριάστηκε αιμόφυρτος και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή».

Καλά του έκανε. Υπάρχει αντίρρηση;

Διαβάστε ακόμα:

ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ... ΜΟΝΟΙ ΜΑΣ!