ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΧΙΒΑΔΑ

 

Της μάνας σου το μουνί. Σιγά, ρε πελώριε. Σιγά, τα ωά και τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια. Ποιος είσαι, ρε; Γαμάς και μάνα να ‘ούμε, μάλιστα και το μουνί της μάνας; Όχι, δηλαδή, τον μηχανισμό, όχι όλο το εργαλείο, παρά μόνον την τρύπα. Τόσο λίγος είσαι, της σειράς και της ουράς, δηλαδή. Γαμάμε την τρύπα, μπήκαμε μέσα και καθαρίσαμε…, βουλώνουμε και τρύπες εμείς, ε; Η, μήπως δεν το γαμάς της μάνας του το μουνί, και μόνο το ‘χες για βρίσιμο; Μαγκιά κι αυτό, ρε;

Δεν ήταν μπανιερό αυτό που φορούσε ο γέρος, μέχρι το γόνατο ήταν. Γυμνός από τη μέση και επάνω, σε κοτσίδα δεμένα όσα άσπρα μαλλιά του είχαν απομείνει και το κεφάλι σκυφτό, στην απόλυτη αφοσίωση εκεί ακριβώς που κτυπούσε το νερό της παραλίας τα βότσαλα… Γεμάτος βότσαλα ο τόπος σε τούτη την έρημη ακτή που την επισκέπτονταν μόνον κάποιες ορισμένες ώρες λιγοστοί λουόμενοι, που λένε. Ο γεράκος πάντα στο ψάξιμο, με μια σακούλα πλαστική στο χέρι, που ήταν μισοάδεια από βότσαλα, μικρά χρωματιστά βοτσαλάκια…

Η δεκατετράχρονη τουρίστρια ήταν η δεύτερη φορά που επισκέπτονταν σ’ αυτό το χάραγμα, σ’ αυτή τη γωνιά του νησιού, μαζύ με τους γονείς της. Αντικρύζοντας στα επτά μέτρα τον γεράκο με το αγύμναστο κορμί να έχει ρίξει όλη του την αυτοσυγκέντρωση στα βότσαλα συνειδητοποίησε για πρώτη φορά στη ζωή της τι θα πει παρατήρηση, τι θα πει παρατηρώ κάποιον, κάτι… Ένας ξένος, ένας μεσόκοπος, σα να βρισκόταν μόνος του στο Τώρα και στο Χθες, στο Πάντα, μια εικόνα από το Αύριο, όπου θα έχει εξαφανισθεί η ανθρώπινη ζωή και ό,τι απόμεινε χωρίς αυτήν, από τη θάλασσα και τον αέρα, τα ζώα και τα βότσαλα, θα μετράει τα τραύματά του…

Σα δυο πράσινα, καταπράσινα λεμόνια, ανώριμα ακόμα, τόσο σκληρά και στητά και μυτερά τα βυζάκια της δεκατετράχρονης Παναγιάς παρθένας, αγνής και άσπιλης, με πρόσωπο καθαρό, λευκό, λευκότατο και αγγελικό. Την προηγούμενη φορά, στο ίδιο μέρος, βούτηξε στο νερό με ακάλυπτα τα στήθη της, που αν τα έβλεπε ο Φειδίας σίγουρα θα έμενε άυπνος για ημέρες ολόκληρες από την αγωνία του να τα λαξέψει πάνω στο μάρμαρο τόσο υπέροχα όσο τα είδε στην πραγματικότητα… Αυτή τη φορά η παρθένα σκέπασε με το μπικίνι της τα δυο βουναλάκια του Παραδείσου της πριν τα δροσίσει στην θάλασσα…

Ο γέρος περιεργαζόταν ένα βοτσαλάκι… Όχι, όχι δεν του έκανε κι αυτό, και το πέταξε στην άκρη του κύματος. Όχι μέσα στη θάλασσα, ούτε το πέταξε εκεί που τελείωνε το νερό της… Ένα άλλο βοτσαλάκι, κατακόκκινο αυτό, με τρεις άσπρες γραμμές, το ‘ριξε αμέσως ο γέρος στη σακούλα. Κι ένα ακόμα, κατάμαυρο, τετραγωνιώδες, κι αυτό γυαλιστερό…

Το κορίτσι πλησίασε στα τριάμισυ μέτρα και η προσοχή της ήταν πια όχι στον πράγματι περίεργο τύπο, όσο στο τι αυτός ακριβώς έκανε για ποιο λόγο και με τι κριτήρια τούτη η συγκομιδή από βότσαλα…

Ο πατέρας του κοριτσιού κολυμπούσε ήδη και χαιρόταν το δυνατό πεντακάθαρο νερό. Η μητέρα, στους δικούς της ρυθμούς, με αλοιφές, λάδια και φροντίδα να κρύψει τα μαλλιά της μέσα σ’ ένα πλαστικό σκουφί. Ο καθένας στον κόσμο του…, μονάχα η μικρή ένοιωθε τα βήματά της να μαγνητίζονται από την άγνωστη αύρα του γέρου. Σε κάποια στιγμή ο άνδρας σήκωσε το βλέμμα και χάρισε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο προς την πιτσιρίκα. Κι αυτή, χωρίς να τον χαιρετήσει, χωρίς να τον καλημερίσει, σα να προερχόταν από έναν κόσμο χωρίς ημέρα, χωρίς καλημέρα, τον ρώτησε στα γαλλικά «Τα βότσαλα που τόσο τα ξεδιαλέγετε, τι θα τα κάνετε; Γιατί τα μαζεύετε στη σακούλα;…».

Το μυστικό των Αντικυθήρων. Το τελειότερο τεχνολογικό επίτευγμα της αρχαιότητος. Μιλάμε για τρέλλα. Ποια ποίηση και ποιο θέατρο, ποιες καλές τέχνες και φιλοσοφία και ολυμπιακοί αγώνες. Αποδυτηριάκιας μιλάει. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τρέλλα με την τεχνολογία. Και κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορεί να πει μέχρι που την είχαν φθάσει τη δουλειά. Λένε ότι ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, αυτό το τελευταίο εύρημα, αυτό το γεμάτο εκπλήξεις εργαλείο υπολογισμού του χρόνου κι όχι μόνο, δείχνει το μεγαλείο των αρχαίων, το μέχρι πού…, μέχρι που, ρε;…, είχε φθάσει η σκέψη τους.

Ξεκίνησαν, λέει, οι ολυμπιακοί αγώνες. Σας παρακαλώ. Αυτό το αίσχος δεν είναι ούτε αγώνες, ούτε ολυμπιακοί. Και είναι ντροπή, η απόλυτη ανηθικότης να ονοματίζουν σαν ολυμπιακούς αγώνες αυτό το πανηγύρι της ντόπας, της κονόμας, του τηλεοπτικού σώου και της απόλυτης απάτης. Μην την μπερδεύουμε την κουβέντα μας με τα σκατά. Στο δρόμο μας, όμως, έπεσαν οι σύγχρονοι «ολυμπιακοί αγώνες» επειδή αυτό το ανεξερεύνητο ακόμα «καντράν» των Αντικυθήρων, που από τύχη ανασύρθηκε από ένα ναυάγιο ρωμαϊκού πλοίου, εκτός όλων των άλλων, που ακόμα το μελετάνε τα πιο σοφά μυαλά του πλανήτη, υπολόγιζε το χρόνο τέλεσης των πανελλήνιων αγώνων.

Μιλάμε για φοβερά πράγματα. Ένα πράμα σαν επιτραπέζιο ρολόι με τρεις δίσκους ο ένας πάνω στον άλλον, διαφορετικού σχήματος, και περισσότερα από 31 γρανάζια, να σου «λέει» πόσο μαλάκας είσαι, πόσο πίσω βρίσκεσαι σήμερα εσύ, και πόσο μπροστά ήταν αυτοί. Και να μη ξέρεις! Και όσο τα πιο προχωρημένα μυαλά της σημερινής σου εποχής το ψάχνουν με τα πιο σύγχρονα μέσα, με τις δυνατότητες της ψηφιακής ακτινογραφίας, τόσο περισσότερο συνειδητοποιείς πόσο μειονεκτείς από τους αρχαίους.

Με μια γλυκύτητα χωρίς να δραπετεύσει από τον κόσμο του ο γέρος έριξε στον άνεμο τα λόγια του. «Μαζεύω τα βότσαλα που θα μου πούν τα μυστικά του κόσμου…, τα μυστικά που αυτά, τα βότσαλα, κουβαλάνε…». Η παρθένα ήταν σιωπηλή, και ακόμα περισσότερο σιώπησε, για να βρει μια απάντηση, μια εξήγηση, ένα φως σ’ αυτά που άκουσε.
Τα βότσαλα; Φέρνουν μυστικά τα βότσαλα;

Μαλάκες! Η Ιστορία της αρχαιότητος δεν έχει αρχίσει ακόμα να γράφεται. Αποδυτηριάκιας μιλάει. Και ούτε θα την γράψει κανένας. Αποδυτηριάκιας μιλάει. Μόνο η φύση έχει τα συγγραφικά δικαιώματα αυτής της αποκλειστικότητας. Αποδυτηριάκιας μιλάει. Διότι, κύριοι μαλάκες, ούτε η επιστήμη, ούτε η τεχνολογία, και ουδείς πούστης πολιτικός ή, στρατηλάτης, δεν έχει γράψει ούτε μια αράδα στην Ιστορία που να αξίζει να μεταφερθεί στους αιώνες. Μόνο ό,τι έχει γράψει, μόνο ό,τι έχει φτιάξει η Φύση. Η Μεγάλη Μάνα. Εσύ, γάμα μουνιά μαμάδων και θυγατέρων, τη Μεγάλη Μαμά μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να την πλησιάσεις…, προσκυνώντας…, και το κεφάλι με το μέτωπο καρφωμένο πάνω στο χώμα.

Έφτιαχνε πηλό ο λαϊνάς από το χώμα, από την άμμο, που ήταν σαν ταλκ, σαν πούντρα, κιτρινωπή, μπορεί και καφετί. Γέμιζε τσουβάλια ο λαϊνάς, ο κανατάς, ο κανατοκατασκευαστής, με την πούντρα και με συγκεκριμένη αναλογία νερού, που μόνο αυτός ήξερε, έφτιαχνε το υλικό με το οποίο έκανε τα λαϊνια, τα κανάτια. Κύριο συστατικό η άμμος, η πούντρα που λέμε, κι ανάλογα τι ήθελε να φτιάξει.

Τι έκανε ο κανατάς; Αυτό που μπορούσε να κάνει μόνη της η φύση, στις διάφορες γεωλογικές ανακατάξεις. Εύκολο να φτιάξεις λάσπη, όμως για να γίνει πέτρωμα, στέρεα, χρειάζεται και ψήσιμο. Ε, να γιατί τα αδρανή υλικά με τις θερμοκρασίες που αναπτύσσονταν σε κάποια φάση…, μην την ψάχνουμε τώρα πότε και γιατί…, τα εγκλωβισμένα αδρανή υλικά, στερεοποιούνταν.

Αυτό, λοιπόν, που έκανε η φύση κάθε 100 και 200 χιλιάδες χρόνια το πατεντάρισε στο φούρνο του ο λαϊνάς. Κι έτσι που το στριφογύριζε το εργαλείο ο κανατάς με το πόδι και έδινε στον πηλό το σχήμα που ήθελε, τι κανάτι ήθελε να φτιάξει, έτσι μετά και η νοικοκυρά πατούσε με το πόδι της τη μηχανή σίγκερ για να ράψει τη φούστα της. Πρόοδος, ε;

Μικρόβιο. Δηλαδή; Κάτι που έχει βίο, που έχει ζωή και είναι μικρό, μικρότατο ελαχιστότατο. Αυτό είναι το μικρόβιο, που έχει ζωή όχι απαραίτητα και ψυχή, και μάτια και πόδια. Και όπως ξεπεράστηκε το άτομο, αυτό που δεν τέμνεται, γι’ αυτό και το είπαν άτομο, δίχως τομή, αφού διασπάστηκε πια το άτομο, έτσι εντοπίστηκαν πλέον και τα λεγόμενα νανόβια, τα πιο μικρά από τα μικρόβια. Οι νάνοι των μικροβίων. Μικροοργανισμοί πιο μικροί από τα μικρόβια. Και απ’ εκεί ξεκίνησε η δουλειά. Νανόβιο, μικρόβιο, αχιβάδα, πρωτόζωο και πάει λέγοντας…

Να στο πω σαν παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό…, μια φορά και μια αχιβάδα ξεπόρτισε από το κύμα… Το γαμημένο το οξυγόνο τι έφτιαξε. Και το βότσαλο, ε;… Εκατομμύρια χρόνια χαϊδευτότανε σε μια φυσική επεξεργασία από τον ήλιο και τον αέρα δίπλα στην θάλασσα και τα ποτάμια… Μακρυά από το νερό, της θάλασσας ή, του ποταμιού, δηλαδή χωρίς να το ασπάζεται το νερό, το βότσαλο πουστεύει. Χάνει τη δροσιά του, τη γυαλάδα του, την ακτινοβολία του, την ομορφιά του. Όταν το βαράει μόνο ο ήλιος, λέει στην πιτσιρίκα ο γέρος, τότε το βότσαλο μέχρι που μπορεί να γίνει πέτρα. Όπως σταματά να ‘ναι βότσαλο και δεν μπορεί να σου «μιλήσει», να σου αποκαλύψει περασμένους ουρανούς και αιώνες αν το ρίξεις βαθειά στη θάλασσα… 

Ο γέρος δεν έκανε ακριβώς μονόλογο. Κάθε τρία λεπτά, ίσως και πέντε, έριχνε μουρμουριστά, σα να μίλαγε μόνος του, μια ατάκα. Και όταν σήκωνε από χάμω κάποιο βοτσαλάκι «τραυματισμένο» παρατηρώντας το συλλογιζόταν βαθειά. Και το ξανατοποθετούσε σ’ άλλη θέση, για να γιάνει μετά από κάποιες χιλιάδες χρόνια, αφού θα δεχθεί και τον ήλιο, και τον αέρα και το νερό. Και το ‘γραφε στη μνήμη του το τραυματισμένο βοτσαλάκι με την ελπίδα να το ξαναβρεί μετά από χιλιάδες χρόνια, είτε στην ίδια παραλία, είτε πεντακόσα, ίσως και εξακόσα μέτρα μακρυά σφηνωμένο με κοχύλια και όστρακα σε φυσικό μπετόν, στη στέρεα κατάσταση που φτιάχνει η φύση.

Από διασπορά, ρε. Από τι αλλοιώς ξεπετάχθηκες; Από νανόβια της διασποράς.

Δεν μιλάω με τα βότσαλα…, είπε ο γέρος στην κοπελλιά. Τα βότσαλα μου μιλάνε…, κι εγώ προσπαθώ να τα «ακούσω», να τα «διαβάσω».

…Έφυγε μετά ο γέρος.

Η μητέρα του κοριτσιού την καλούσε με μια φωνή «Βούτα, λοιπόν…». Η παρθένα σημάδεψε με το βλέμμα ένα βοτσαλάκι… Το πήρε στα χέρια και περίμενε κάτι να «ακούσει»…

Διαβάστε ακόμα:

Φταίει το σάβανο του νεκρού