ΕΙΧΕ ΠΡΟΦΗΤΕΥΣΕΙ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ;

 

Γράφει σε κάποιο σημείο ο Μένης Κουμανταρέας, στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ο Θησαυρός του Χρόνου». «Είμαι πια σε ηλικία να τα αναπαράγω όλα, ομολογημένα και ανομολόγητα, ιδίως αυτά, σα να πρόκειται για τα τελευταία σημάδια που θα αφήσω πίσω μου...». Σκέπτεται ο ήρωας του βιβλίου, που είναι παντρεμένος με κάποια Λιλή, έτσι έλεγαν και την για 50 χρόνια σύζυγο του συγγραφέα, που γράφει για την ερωτική ζωή του μυθιστορηματικού του ήρωα, «τα μυστικά του πίσω από τα θαμπά φώτα των σκοτεινών μαγαζιών, στα οποία ψωνίζονται γηραιοί κύριοι με αλλοδαπούς-βίζιτες».

Σα σήμερα, 6 Δεκεμβρίου, πέρυσι, ο σημαντικός πεζογράφος, πολυβραβευμένος, 84χρονος Μένης Κουμανταρέας βρέθηκε στραγγαλισμένος στο σπίτι του στην Κυψέλη, με μώλωπες στο λαιμό και στο πρόσωπο. Μόλις λίγες ημέρες μετά βρέθηκε ο δολοφόνος, ένας 25χρονος Στεφάν από την Ρουμανία, και αργότερα ο συνεργός του και συμπατριώτης, 29χρονος αυτός.

Οι δύο Ρουμάνοι περίμεναν στο σπίτι του τον συγγραφέα, που λόγω ηλικίας αλλά και του καρκίνου στους λεμφαδένες, δεν είχε δυνάμεις και του ζήτησαν... δάνειο. Γνώριζαν ότι είχε λεφτά από την πρόσφατη πώληση μιας οικίας του στο Μαρούσι.

Όπως ειπώθηκε «ο Κουμανταρέας είχε δει κατά πρόσωπο το θάνατο που τον πήρε αρκετούς μήνες πριν από την τελευταία του επίσκεψη». Η ποιήτρια Κική Δημουλά που δήλωσε «φίλη του συγγραφικού του έργου» είπε πως ο Κουμανταρέας «είχε δεθεί με την εντολή να γράφει».

Είχα διαβάσει το βιβλίο του «Η φανέλλα με το Νο 9», που έγινε ταινία το 1987 με πρωταγωνιστή τον Σταύρο Τζώρτζογλου και δεν μου είπε τίποτα. Ήταν η ιστορία ενός τσογλαναρά ποδοσφαιριστή που επειδή έβαζε γκολ τα ήθελε όλα από τη ζωή. Χρειάστηκε να διαβάσω το μυθιστόρημά του «Βιοτεχνία Υαλικών», του 1976, για να με πείσει ότι ο άνθρωπος είναι λογοτέχνης.

Στο τελευταίο του βιβλίο ο ήρωας βρίσκεται σ' ένα κλειδωμένο δωμάτιο μ’ αλλον άνδρα και συζητάνε για το ανδρικό μόριο. «Έβγαλε με άνεση τα ρούχα του κι έμεινε με το φανελάκι κι ένα σώβρακο απ' αυτά που οι άντρες φορούσαν παλιά, μακρύ ως το γόνατο, από καραβόπανο». Είχε ωραίο σώμα, καλοσχηματισμένο, με λευκό δέρμα, όχι όμως ασπρουλιάρικο. Οι μύες του διαγράφονται όπως στους νέους στη ζωοφόρο του Παρθενώνα...».

Ας το συνεχίσουμε λίγο ακόμα: «Εσύ με αυτό το κορμί» του είπα «μπορείς να πηγαίνεις με τις καλύτερες και όχι τις πόρνες». «Μα ούτε οι πουτάνες με θέλουν» μου είπε με παράπονο. Φαντάστηκα αμέσως ότι θα είχε εργαλείο υπερμεγέθες, γιατί είχα ακουστά περιπτώσεις, που οι γυναίκες φυλάγονταν από τους άνδρες που μπορούσαν να τις τραυματίσουν πάνω στην πράξη. Σα να είχε μαντέψει τη σκέψη μου, ο Λευτέρης γέλασε σαρκαστικά.

«Δες» μου είπε και κατέβασε ξαφνικά το σώβρακό του. «Αν δεν βλέπεις, καλύτερα να φορέσεις τα γυαλιά σου».

Το μόριό του ήταν σαν μικρού παιδιού, αυτά που οι άλλοι άνδρες αποκαλούν «μπάμιες» και οι αδελφές ‘’φίφα’’. «Δεν μπορεί» του είπα «όταν θα έχει στύση, θα μεγαλώνει αρκετά». Πάλι γέλασε. Πικρά. «Μη φανταστείς, και κλωσημένος είναι ζήτημα αν μεγαλώνει ένα πόντο», κι ανέβασε το σώβρακό του. «Δεν πειράζει» του είπα «μια γυναίκα που σε θέλει πραγματικά δεν σταματάει εκεί». Ή ένας άνδρας που σε ποθεί, είπα μέσα μου.

Στη συνέχεια ο ήρωας του βιβλίου αναφέρεται σ' ένα νεαρό Ρουμάνο με γκριζογάλανα μάτια και σ' ένα μπαρ που συχνάζουν αλλοδαποί, «τα παιδιά της Σωτηρίας» για τις ψυχές των γκέι πελατών...

Διαβάστε ακόμα:

Ο αποχαιρετισμός του εραστή τού Μηνά Χατζησάββα