ΤΟ ΑΤΙΘΑΣΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ

 

Γράφει ο Στήβεν Αβραμίδης

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα εξοχικό σπίτι. Που είχε κι ένα κοτέτσι. Με ό,τι αυτό φέρνει στο μυαλό του καθενός. Χαλικάκια, καλαμποκάκια, πετεινός, αυγά, κοτούλες κι ανακυκλούμενα σκατά για την διατροφή των πτηνών. Μια ωραία υγιεινή φύση, ή μια ωραία άρρωστη κοινωνία. Όλα καλά καμωμένα, μέχρι που από ένα αυγό, που το κλώσαγε μια χήνα σαν Φιλιππινέζα της μάνας κότας, ξεπήδησε ένα απίθανο παιδί: Το ατίθασο κοτόπουλο ( ΑΚ ).

Στα πρώτα χρόνια της ζωής του ΑΚ, όλοι το βλέπανε με συμπάθεια. Παιδί ήταν, χαζοχαρούμενο, προκαλούσε το γέλιο με τις σαχλαμάρες ή τις αταξίες του. Και κανένα έμπειρο ή απλά πιο μεγάλο ζωντανό, δεν διαχώριζε το Α από το ΑΚ. Όλοι κοιτάγανε το Κ. Αυτό το γράμμα ήταν το οπτικό πεδίο αλλά και η βούληση για το μέλλον. Το Κ να παραμείνει έτσι κι όταν γινόταν κανονικό κοτόπουλο κάποια στιγμή, να μπορούσε να παρασημοφορηθεί είτε σαν βραστό, είτε σαν ψητό, είτε με χυλοπίτες, είτε με πατατούλες στον παραδοσιακό ξυλόφουρνο του κτήματος. Μέλλον λαμπρό, ειδικά όταν στους καλεσμένους θα μπορούσε να παρουσιασθεί σαν αλανιάρικο.

Όμως ο ΑΚ τα έβλεπε αλλιώς. Καβγάδες με τους διπλανούς, πεταρίσματα και θόρυβος την ώρα της κοινής ησυχίας, παράξενες ερωτήσεις προς τον βασιλιά του κοτετσιού: « Τώρα εσύ γιατί πηδάς την μάνα μου; Κι άντε και την πηδάς. Κι η θεία μου σου αρέσει; >> Τρύπαγε και τα αυγά που ήταν για να κάτσει πάνω η γιαγιά μπας και ζεστάνει τον κώλο της, έχεζε εκεί που πήγαιναν να φάνε οι άλλοι συνκοτετσίτες, διαμαρτυρόταν για το προσφερόμενο νερό της στέρνας του κοινόβιου. Κάποια στιγμή έγινε καθολική κοτίστικη διαμαρτυρία. Και μπήκε στο παραπέτασμα ο ΑΚ.

Έχασε τις παρέες και τις τροφές. Έγινε φτεροδειχτούμενος. Το κοτέτσι πλέον είχε ηρεμήσει: Είχε βρει έναν οφθαλμοφανή εχθρό κι απόχτησε άλλον ένα λόγο για να υπερασπίσει απερίσπαστο την πορεία του προς το μαγείρεμα. Όλοι θέλανε να πνίξουν τον ΑΚ, αλλά επειδή οι κότες ασχέτως φύλου, είναι και βαθειά θρησκευάμενες, εφάρμοζαν τις επιταγές του κοινωνικού DNA τους, που τους είχε εμφυσήσει ο Δημιουργός: Η ζωή του κοτόπουλου ανήκει σε Άλλον. Στον ανώτερο μεσίτη μεταξύ κοτόπουλου και θεού: τον άνθρωπο. Τον καλλιεργητή κότας. Που τον κοίταζαν ικετευτικά, αλλά αυτός έσπαγε πλάκα με τον ΑΚ.

Γούσταρε την τρέλα του απομονωμένου κι έκανε και συνειρμούς για τον εαυτό του. Πόσο θα ήθελε κι αυτός να είναι ΑΑ ( Ατίθασος Άνθρωπος ) και δεν τα κατάφερε. Πόσο θα ήθελε να είναι κοτόπουλο στην θέση του κοτόπουλου κι ας ήταν και μόνος. Σαν την αρχή και το τέλος. Αλλά και σε όλη την διάρκεια της ζωής. Φυσικά τίναζε τις μαλακισμένες σκέψεις αυτές κι έμπαινε στη λογική: Τι να μάθει από ένα πουλερικό μωρέ; Άλλο ανθρώπινη κοινωνία κι άλλο κοτέτσι. Άλλες οι ευθύνες και οι γνώσεις για τις υποχρεώσεις με κρυστάλλινους νόμους, πρόστιμα και φορολόγηση των αυγών. Κι ευτυχώς, σκεφτόταν, τελικά που υπάρχει ο ΑΚ και ξεσκάμε εδώ στην επαρχία και πήγαινε ήσυχος για ύπνο. Ήρεμος για την ανημποριά του να αλλάξει ή να ανταλλάξει τις συνομοταξίες των ζώων του πλανήτη. Παρηγορούσε ο μαλάκας ψυχισμός τον μαλάκα εγκέφαλο. Ή και το ανάποδο.

Όμως ήρθε εκείνο το μοιραίο Σαββατόβραδο. Προς Κυριακή πήγαινε η σελήνη. Που μέχρι και οι κότες μίλησαν. Λες κι είχαν ανθρώπινη φωνή. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του ο ιδιοκτήτης του κτήματος. Τέτοιον ορυμαγδό δεν είχε ματακούσει. Τι στην ευχή έγινε κάτω; Μην ήταν επανάσταση στο κοτέτσι; Μην ήταν επιδρομή αλεπής; Μην ήταν λαθρομετανάστευση άλλων ζωντανών; Ή μήπως ήταν τελικά πάλι αυτός ο ΑΚ; <<Τι διάολο να έκανε; >> βολεύτηκε με την αυτοερώτηση. Τόσα χρόνια μεγάλωνε κότες ο ίδιος, με αυτές έκανε έρωτα, τέτοιον ντόρο δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Κι είχε και κλειστά τα παντζούρια για να μην βλέπει την κουκουβάγια που ερχόταν κάθε βράδυ και του δημιουργούσε και κακά προαισθήματα. Η σοφία πρέπει να είναι πάντα στο ξέφωτο φυλακισμένη. Όχι να μπει και μέσα.

Βγήκε έξω. Ο ΑΚ ήταν ο υπεύθυνος. Θεωρώντας κατώτερο όλο το κοτέτσι, είχε ανέβει στο κεφάλι της Μάρως, της τετράπαχης γουρούνας και μίλαγε με τον γάιδαρο που ήταν ξαπλωμένος. Στο πλάι δε του ζωικού καναπέ, ήταν παρατεταγμένα όλα τα κουνέλια του κτήματος και χτύπαγαν παλαμάκια με τα αυτιά τους. Ρε τι είχε γίνει; Στον άνθρωπο δεν τα είχε δει αυτά. Σε μας μπαίνει η φωνή από το αυτί, πάει στον εγκέφαλο και αυτός δίνει την εντολή στα χέρια . Υπάρχει μια λογική χρονική καθυστέρηση. Τα κουνέλια δρουν πιο γρήγορα; Μάλλον επειδή δεν έχουν εγκέφαλο,σκέφτηκε.

Όμως ήταν ξεκάθαρο το πολίτευμα του κοτετσιού: Κανονική στάση ανατροπής. Οι εχθροί του ΑΚ, οι κότες κι ο πετεινός, να ουρλιάζουνε με μια φωνή διαπεραστική, ακατανόητη στα τετράποδα τα μαγεμένα από τον ΑΚ. Αλλοπαρμένοι μοιάζανε οι λίγοι μπροστά στην πλειοψηφία. Μια πλειοψηφία που είχε χρόνια καταλάβει τον ΑΚ, αλλά δεν είχε εισακουστεί στον κτηματία. Που έβλεπε μέχρι και τον σκύλο καθισμένο στα τέσσερα να ακούει την ομιλία συμφιλιωμένος με την γάτα, παρόλο που του έκλεβε μερικές φορές την τροφή. Όλοι με τον ΑΚ που είχε μάθει ξένες γλώσσες τον καιρό της φυλάκισης του αλλά και πώς να πηδάς ένα συρματόπλεγμα. Οι μόνοι που ήταν πια με τον κτηνοτρόφο έμοιαζαν να είναι οι κλασσικές κότες. Αυτές με τις οποίες δεν έσπαγε πλάκα.

Και πήγε να πιάσει τον ΑΚ. Να διορθώσει το παλιό λάθος. Αλλά δεν πιανόταν ο άτιμος. Εκτός του ότι είχε μάθει ακροβατικά στο κοτέτσι, είχε και την υποστήριξη του κοινού του. Ο σκύλος έδειχνε τα δόντια του, η γάτα τα νύχια της κι ο γάιδαρος τις οπλές του. Και τα κουνέλια φώναζαν κάτι συνθήματα εναντίον του στιφάδο. Το δε γουρούνι τιναζόταν και πέταγε λάσπες παντού.

Όμως ο ΑΚ δεν ήταν αχάριστος κι αφιλότιμος. Αναγνώριζε την κυριαρχία του, αλλά ήξερε ότι ο λόγος της διαφορετικότητας του, οφειλόταν στην πλάκα που έσπαγε παλιότερα ο ιδιοκτήτης του κτήματος. Χωρίς αυτόν δεν θα είχε το Α μπροστά στο όνομα του. Θα ήταν ένα σκέτο Κ. Που θα γινόταν στην καλύτερη περίπτωση μερίδα με βύσσινο σε ένα καλό γαλλικό μπιστρό των Αθηνών. Κι όλη η ιστορία ήταν άλλη.

Διεκδικούσε δικαίωμα στον θάνατο σαν γνήσιο κοτόπουλο. <<Κοτόπουλο γεννήθηκα , κοτόπουλο χωρίς σάλτσες θε να πεθάνω>>, ήταν το μότο του. Αυτό είχε πείσει και τα κουνέλια αλλά και τα υπόλοιπα ζώα για τα πιθανά εδέσματα των θανάτων τους. Κι όλα τα ζωντανά συμφωνούσαν. Δικαίωμα στον θάνατο χωρίς μαγείρεμα.

Και πέθαναν αυτά καλύτερα κι εμείς καλυτερότερα. Και ο κτηνοτρόφος. Έγινε μια μεγάλη μάχη για την επικράτηση στο κτήμα και τελικά σώθηκαν κάποια κοτόπουλα που από την αρχή ήταν εναντίον του ΑΚ. Απλά, την επόμενη μέρα τα διασωθέντα, δεν είχαν τροφή να φάνε. Κι είδανε από μακριά κάτι τύπους να πλησιάζουν. Τους φάνηκαν λίγο εξαθλιωμένοι και κυρίως πεινασμένοι. Κι είπαν να μην φωνάξουν μπας και δεν τα δουν. Ωραία θα ήταν αν είχαμε έναν ΑΚ, σκέφτηκαν. Και μετά...

(Εκ του κοτετσίου μου)

ΥΓ. Μην είστε κότες.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ σηκώθηκε στο blog του Στήβεν Αβραμίδη, το φως του φεγγαριού

Διαβάστε ακόμα:

Η νυμφομανής αυτοκράτειρα