ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΧΑΖΟΙ ΚΑΙ ΑΔΑΕΙΣ, ΟΧΙ ΤΥΧΕΡΟΙ ΟΙ ΨΑΡΑΔΕΣ…

 

γράφει ο στήβεν αβραμίδης

Τι περιμένεις από ένα ποτάμι καθώς παρατηρείς τις εκβολές του; Να σου φέρει νερό ή οτιδήποτε πέταξε κάποιος στην κοίτη μπας και το ξεφορτωθεί. Λογικά πράματα. Και τι περιμένεις από ένα ημερολόγιο; Να σου ξαναφέρει την Πεντηκοστή. Κινείται βέβαια η γιορτή και χάνει την βαρειά αξία μιας εθνικής επετείου, αλλά το τριήμερο της το έχει.

Ρε, πώς περάσανε οι μέρες ! Μόλις προχτές ψήναμε το αρνί. Μόλις χθες είχαμε τον μπάρμπα στο γενικό νοσοκομείο με κρίση διαβήτη από τον πολύ εορτασμό. Τι είναι ο χρόνος, παιδάκι μ’; Μας τρώει μεν, αλλά στο τέλος. Μέχρι όμως να μας καταπιεί, τον τρώμε εμείς χωρίς να το καταλαβαίνουμε και πλήρως.

Ωραία γιορτή η Πεντηκοστή. Η γιορτή των ανθρώπων του πνεύματος θεωρητικά. Πρακτικά; Την γιορτάζουν οι πάντες διότι πληροφορήθηκαν από τα βιβλία και τα μέσα ενημέρωσης, ότι όλοι διαθέτουν κάποιο πνεύμα. Δημοκρατικοποιήθηκε κι αυτό. Και φυσιολογικό είναι. Ο καθένας έμαθε πρόσθεση κι εύκολα αθροίζει μια πενηντάρα στο κινούμενο Πάσχα.

Γιατί μου αρέσει η γιορτή; Να το πω ξεκάθαρα. Διότι είναι μια διακοπή εργασίας ανάμεσα στην Ανάσταση του Κυρίου και στις καλοκαιρινές διακοπές. Και θα έχει μια ευκαιρία να ξαποστάσει ο Έλληνας εργαζόμενος. Για όλα έχουν προβλέψει οι καργιόληδες οι Εβραίοι. Που βέβαια κι αυτοί αναλογίσθηκαν με τα προηγούμενα δεδομένα: Ότι υπάρχουν δουλειές. Σήμερα, δεν ξέρω κατά πόσο θα ξεκουρασθεί ο Χριστιανός από την ανεργία του. Έτσι όπως πάμε, συνέχεια τριήμερα θα έχουμε κι ας περιμένει το κράτος να μαζέψει έσοδα. Ούτε κι αυτό έχει ακόμα φωτισθεί και μου προκαλεί αγανάκτηση παραμονή αργίας.

Σαχλαμάρες όμως λέω τελικά. Η γιορτή πρέπει και φέτος να τιμηθεί διότι κουβαλάει σοβαρή ιστορική πραγματικότητα: Γλώττες φωτός πήγαν και κάθισαν πάνω σε κεφάλια αγραμμάτων και τους κατέστησαν πεφωτισμένους. Κι αυτοί, έχοντας μάθει στιγμιαία γραφή και καθαρεύουσα, μας χάρισαν βιβλία κι Ευαγγέλια, που μας έχουν βοηθήσει τα μέγιστα στην αρμονική περιφορά μας επί του πλανήτη.
Μιλάμε για μεταβίβαση γνώσης σε μας, διότι δεν μας κάθισαν φωτιές επί των κρανίων μας. Γεννηθήκαμε χαζοί και αδαείς, αλλά κάποιοι είχαν φροντίσει να μας αφήσουν γραπτά κειμήλια που μας μορφώνουν καθημερινά. Κι ειδικά όταν ευλαβικά εκκλησιαζόμαστε και τα ακούμε έμμετρα να αναγιγνώσκονται από τους παπάδες. Μια μόρφωση εμφανέστατη την στιγμή που αποχωρούμε εκ του ναού, που ο ένας κοιτάζει τον άλλον κι είναι σαν να του λέει :

· Ρε, σύ, τι είπε ο μεγάλος;

Κι ο άλλος σαν να του αποκρίνεται:

· Δεν κατάλαβα τίποτα, αλλά γι’ αυτό ήταν και μεγάλος. Αν τα έγραφε κατανοητά σε μένα, τότε εγώ, θα ήμουν ο μεγάλος.

Και πρέπει λογικά να είπαν τρομερά πράματα οι άνθρωπες. Οι τέως ψαράδες. Που όμως δεν μου έχουν λύσει μια φοβερή απορία που την έχω χρόνια τώρα: Γιατί ο Χριστός φώτισε μόνο αγράμματους κι όχι κι έναν γιατρό ή έναν δικηγόρο, ρε αδερφέ; Δεν θα ήταν πιο εύκολο ένας εγγράμματος να μεταδώσει γραπτώς τα κελεύσματα Του; Γιατί ο Χριστός έκανε παρέα μόνο με αμόρφωτους; Μήπως η θρησκεία απευθύνεται τελικά μόνο σε κάτι περιθωρειακούς του πνεύματος, που περιμένουν την άνωθεν εντολή για κάποια σωτηρία; Πού να ξέρω κι εγώ; Πάντως την θρησκεία την ακολουθώ κι ας μην έχω χόμπυ το ψάρεμα.

Γιατί την ακολουθώ; Α, εδώ είναι το μυστικό μου. Την βλέπω σαν την διαφήμιση του Λότο. «Κι αν σου κάτσει;». Επομένως, αν δεν παίξεις, πώς θα κερδίσεις; Αν δεν συμμετάσχεις με όποιον τρόπο μπορείς, τι ελπίδα να έχεις στην αυριανή κρίση; Αν δεν ζεις στην Αμερική, την χώρα της ευκαιρίας, πώς να έχεις τύχη στην ευκαιρία; Θα μου πείτε βέβαια, ότι τελικά ο παίζων χάνει, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης προσέγγισης του θέματος μας.

Και λυπάμαι που δεν μπορώ να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Να επέστρεφα τα πτυχία μου στις αρχές, και να γινόμουν τύπος που ο Χριστός αποφάσισε να τον κάνει παρέα και μετά να τον φωτίσει. Θα το ήθελα πολύ να ήμουν πλούσιος τω πνεύματι χωρίς καμία προσπάθεια. Με κανένα διάβασμα και κόπο. Πόσο θα ήθελα να τα ξύνω όλη την ημέρα, να τρώω φρέσκο ψαράκι, να με έχει κάνει ο Ιησούς έμπιστο και κολλητό του, να μιλάμε για αγάπες και ξαφνικά να μου φυτέψει τα πάντα στο κεφάλι και μετά να με ξέρει κι όλη η οικουμένη σαν συγγραφέα. Οι αδικίες του χρόνου είναι αυτές και των δημόσιων σχέσεων. Και μου ‘λεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου, πάντα να είμαι επιλεκτικός στις παρέες μου. Δεν την άκουσα ποτέ ο μπουνταλάς αλλά ξέρω γιατί: Διότι με έπρηζε να διαβάζω. Κι αυτό με μπέρδευε. Είπαμε: Διαβαστερούς δεν διάλεγε ο Χριστός.


Διαβάστε ακόμα:

ΟΙ ΔΕΚΑ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ