Η ΑΠΟΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

 

Μεγάλος Έλληνας. Ατόφιος Έλληνας. Τόσο παλιός όσο ο άνθρωπος, τόσο νέος όσο ο Αθηναίος της κλασικής αρχαιότητας. Πρόσωπο ασκητικό, ψυχή καλλιτεχνική, «αθεράπευτα» ασυμβίβαστη μ’ ό,τι σκάρτο γήινο προσκυνούν οι κοινωνίες του δίποδου…

«…Για όλους τους παράγοντες του κράτους έτρεφε από καχυποψία έως αποστροφή. Για την καμπάνια της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα έλεγε και ξανάλεγε πόσο ήθελε να προλάβει να τα δει στο Βρετανικό Μουσείο, μην τυχόν και επιστραφούν!»

Ο λόγος για τον Γιάννη Τσαρούχη, από τον ζωγράφο Αλέξη Βερούκα.

«Γνήσιος επίσημος μποέμ ο Γιάννης Τσαρούχης. Από μικρή ηλικία φυγάς της μεσοαστικής του οικογένειας, επιρρεπής, αναρχικός, ανδρώθηκε ασκούμενος σε καταβάσεις του αθηναϊκού περιθώριου, και γνήσιος τυχοδιώκτης της ζωγραφικής αναζήτησε και ακολούθησε μόνος του τους δασκάλους του».

Οι αράδες που υπογράφει ο ζωγράφος Αλέξης Βερούκας είναι αποσπάσματα γραπτού του για τον Τσαρούχη στην εφημερίδα Τα Νέα, το 2017. Το κείμενο δημοσιεύτηκε με επιμέλεια του Θανάση Νιάρχου. Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε σα σήμερα 13 Ιανουαρίου, το 1910, και πέθανε Ιούλιο του 1989.

«Όταν εργαζόμουν το απογεύματα μετά το σχολείο στο μουσείο που είχε ανοίξει ο Τσαρούχης δύο χρόνια πριν στο Μαρούσι, παρήλαυναν κάθε μέρα συλλέκτες, γκαλερίστες, έμποροι και μεταπράτες να αποσπάσουν τα «κεφαλάκια της ημέρας». Πορτραίτα συνήθως με παστέλ που ετοίμαζε ο Γιάννης, τα πρωινά και το αντίτιμο κατέληγε ένα μπαλάκι τσαλακωμένο χαρτονομισμάτων στις τσέπες του, μέχρι να εξαντληθεί στις καλοπληρωμένες υπηρεσίες βοηθών, φίλων και πολυπληθών κερασμάτων σε εστιατόρια στο Κεφαλάρι ή στο Μαρούσι, όταν η υγεία του το επέτρεπε εντός του εικοσιτετράωρου!»

«Δεν είχε σχέση με το χρήμα ο Τσαρούχης. Στη ζωή του ήταν πάντα ρομαντικός δωρητής. Εισέπραξαν πολλή αγάπη και στοργή από αυτό τον άνθρωπο. Σεβόταν και προστάτευε την ελευθερία και τη διαφορετικότητα του άλλου. Αμετανόητο βέβαια πειρακτήρι… Άφησε πίσω του την αποσκευή του μάγου των ψευδαισθήσεων… Βλέπω μία φωτογραφία του, μέσα σ’ ένα από τα λιγοστά σακάκια του, με τη στραβοδεμένη γαλανή γραβάτα του που του πήγαινε πολύ. Τέτοιες φωτογραφίες ανάβλυζαν εικόνες, χρώματα, μουσικές και στίχους, εν ολίγοις ανέβαζαν τον κόμπο του νόστου για την Ελλάδα σε όποιο σημείο της γης αν τις αντίκρυζες. Ήταν η πρεσβεία μιας πατρίδας και μιας εποχής στην ευρύτερη Μεσόγειο…».

Διαβάστε ακόμα:

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ