Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΗΨΙΟΥ ΜΟΥ, ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ

 
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ
 
Χθες παντρεύτηκε ο Γιάννης. Ο ανιψιός μου. Στην εκκλησία που είναι ο δρόμος μας. Τον πάντρεψε ένας μητροπολίτης που παίζανε μαζί παιδιά. Κι ήρθαν για το γάμο φίλοι του από παντού. Κι οι συγγενείς μας. Πολλούς είχα να τους δω δεκαετίες. Μερικούς δεν τους αναγνώρισα, παρά μόνο όταν άρχισαν να μιλούν― από το ιδιωματικό τους τραγούδισμα.
 
Μετά την τελετή πήγαμε σε ένα παραθαλάσιο κέντρο. Πολλοί πέταξαν τα παπούτσια και φόρεσαν πέδιλα, σαγιονάρες. Στην πίστα δίπλα στην άμμο, αρχικά έβαλαν βαλσάκια, εκφράστηκε πιο θαρρετά η αγάπη: ο ένας παρατηρούσε τον άλλο και είδα πολλούς να βουρκώνουν και να σκουπίζονται κρυφά. 
 
Το αίμα δεν ξεπερνιέται.  
 
Ο αδελφός μου, που είναι ο πιο καλός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου κυριολεκτικά (δυό χρόνια μεγαλύτερος,  δάσκαλος, gamer, ψάλτης κ.λπ. -δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε μια πικρή κουβέντα ποτέ) πήγε στο κέντρο της πίστας και ζήτησε να σταματήσει η μουσική. Είπε το εξής:   
 
Τα παλιά χρόνια σε ένα νησί, έκαναν επιδρομές συχνά οι πειρατές. Έκλεβαν, σκότωναν τους άντρες και βίαζαν τις γυναίκες. Σε μια τέτοια επιδρομή, ένας γέρος έτρεξε σπίτι του και φώναξε στη γριά που στεκόταν στο παράθυρο. «Τρέξε κρύψου. Έρχονται οι πειρατές και θα σε βιάσουν!». «Τι να χαλάσουν από μένα, τη παλιόγρια» τού απάντησε εκείνη. «Αν σε δουν με τα μάτια που σε βλέπω ακόμα εγώ, θα σε βιάσουν» τής απάντησε ο γέρος. Γιάννη μου -στράφηκε και είπε στο γιό του- έτσι να βλέπεις τη γυναίκα σου, ως τα βαθιά γεράματα. Με αυτά τα μάτια. Μετά, τραγούδησε a capella, με τρομερή αυτοπεποίθηση και μέτρο αυτό το τραγούδι. Και το ερωτευμένο ζευγάρι (η Βάσια κυοφορεί ήδη το δεύτερο παιδί της) χόρεψε μπροστά του, με αβίαστη ελευθερία που έμοιαζε με υπακοή.   
 
Μετά πήγαμε στη θάλασσα. Άναψαν φαναράκια και τα σήκωναν στον βραδινό ουρανό. Χοντρές θείες, ξερακιανά ξαδέρφια, με γέλια και πειράγματα («Νιόνιο, σού σηκώθηκε;»), η συμμορία των κολλητών του γαμπρού (ντερέκια που τον έβλεπαν στα μάτια και έλιωναν από αυτή τη νεανική φιλία που μοιάζει ανίκητη πριν τα μεγάλα βιοτικά ζόρια) ― ένα σύστημα αγάπης, με αυστηρούς κώδικες αλλά μεγάλα ανταλλάγματα που το παρατηρούσα μάλλον παρά το ζούσα, με μεγάλη τρυφερότητα. Χωρίς να το πολεμάω πια. Γιατί έχω μάθει ότι τα δάχτυλα ενός χεριού δεν είναι όλα ίδια, είναι όμως εξίσου αναγκαία, άρα ισάξια. 
 
Καθένας φτιάχνει την ευτυχία του και πετάει το κλειδί. Αυτούς που ενώνει η αγάπη (πες το και θεό, ανάγκη, κάβλα ή μοναξιά), κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους χωρίζει. Σήμερα, οδηγώντας να γυρίσω στην Αθήνα, έβαλα πάλι το τραγούδι του αδελφού μου. Δεν του το έχω πει ποτέ, αλλά τον θεωρώ έναν από τους ήρωές μου.   
 
ΠΗΓΗ lifo.gr