ΠΩΣ ΝΑ ΦΑΩ ΩΜΗ ΣΑΥΡΑ, ΜΠΑΜΠΗ ΜΟΥ;...

 

(ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ το θάνατο του Γιώργου Παρασκευά, σα σήμερα 16 Ιουλίου, το 2006, ένα ακόμα κείμενό του. Διαβάζεις τον ερασιτέχνη γραφιά Παρασκευά και η σύγκριση με υπογραφές επαγγελματιών σε στέλνει στην κατάθλιψη. Με τη σκέψη ποιοι επαγγελματίες σαβουρογραφιάδες κυκλοφορούν στον αφρό σήμερα.)

Ας πούμε ότι αύριο γίνεται το ελάτε να δείτε. Γλυστράνε οι πάγοι της Ανταρκτικής, πέφτουν μέσα στον ωκεανό και, πριν προλάβουμε να πούμε «σωσίβιο», δημιουργείται ένα τεράστιο παλλιροϊκό κύμα που σαρώνει τα πάντα. Η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει κατά 50 μέτρα και συνεχίζει να ανεβαίνει με την τήξη του πάγου μέσα στη θερμότερη θάλασσα.

Δεν μπορεί να συμβεί; Έτσι λες εσύ, μεγάλε! Τα γραπτά των Σουμερίων δεν συμφωνούν με την αισιοδοξία σου. Παρεμπιπτόντως, ούτε η Παλαιά Διαθήκη συμφωνεί, ούτε ο Πλάτωνας, ούτε οι Μακής!

Προσωπικά δεν θα είχα πρόβλημα με έναν κατακλυσμό. Αντιθέτως, θα πήγαινα κάτω στην παραλία για να δω τα αξιοθέατα, να βιντεογραφίσω το παλλιροϊκό κύμα. Έτσι για να μην τελειώσει άδοξα μια ζωή σκέτης μαλακίας!

Σοβαρά μιλάω. Μήπως θα ήτανε προτιμότερο να πέθαινα στον εντατική του «Υγεία», με τον γιατρό Στρατή τον Παττακό να λέει στο κουφάρι μου: «Σου είχα πει να το κόψεις, μαλακισμένε», ή να ξεψυχούσα μέσα σ’ ένα νοσοκομειακό ψιθυρίζοντας: «Πέναλτι έχασε, ο άχρηστος, και μου χάλασε το παρολί»;

Εν πάση περιπτώσει, όχι μόνο δεν φοβάμαι τον κατακλυσμό, αλλά επιμένω ότι κάτι τέτοιο επιβάλλεται, και γρήγορα. Να μείνει, ρε, η Γη στις φάλαινες και στα δελφίνια, στα μυρμήγκια και στις μέλισσες, στους χιμπαντζήδες, στις ζέβρες και στις ψείρες τους. Διότι μόνο αυτά εκτιμούν το περιβάλλον.

Ποιο ΥΠΕΧΩΔΕ και ποιο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ρε; Μήπως υπάρχει κάποιο αντίστοιχο του Λαλιώτη σε μια αγέλη ελεφάντων; Η μήπως κάποιος τέως μουστάκιας τερμίτης απονέμει έπαθλο στο μυρμήγκι που θα σηκώσει τον πιο βαρύ σπόρο σιταριού; Μόνο ένας μαστούρης ή ένας μπεκρής, θα αποκαλούσε το χάλι μας «πολιτισμό» και θα το εννοούσε!

Δεν αξίζουμε την Γη, κύριε. Ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανένας. Όλοι μαλάκες είμαστε και, αν διαφωνείς, σκέψου το θέμα λιγάκι σε δυο – τρεις εβδομάδες, όταν θα τρέξεις στις κάλπες για να ηδονιστείς σημειώνοντας «Χ» στο κάθε αρχιδιού αρχίδι, λες και ήτανε η Προοδευτική, ή ο Παναιτωλικός! Πάμε πάρα κάτω.

Γίνεται, λοιπόν, ο πολυπόθητος κατακλυσμός, και από τα δέκα εκατομμύρια Έλληνες μένουνε καμιά διακοσαριά χιλιάδες. Και πολλοί είναι, βέβαια, αλλά κάνουμε ρουσφέτια. Το βάζουνε στα πόδια, αφήνοντας ανήμπορους γονείς να πνιγούνε σαν ποντίκια, και σκαρφαλώνουνε στην Πίνδο, στον Όλυμπο, όπου μπορέσουν. Ούτε χαρτί έχουν μαζί τους, ούτε μολύβι, ούτε μαγνητόφωνο. Το μόνο που κουβαλάνε είναι μισό κιλό σκατά μέσα στα βρακιά τους!

Μένουν εκεί πάνω μέχρι να αποσυρθεί το νερό, πράγμα που μπορεί να πάρει ΠΟΛΥ καιρό. Με το πολύ νερό αλλάζει βίαια το κλίμα, προκαλούνται θύελλες, γαμιέται το οικολογικόσύστημα. Αρχίζουν να τρώνε ό,τι βρουν μπροστά τους. Και τα ρεπάνια θα αποτελούν μια ευχάριστη ανάμνηση. Τρώνε βελόνες του πεύκου, ροκανίζουν φελλό, αν είναι τυχεροί βρίσκουν και καμιά σαύρα!

Από τις περγαμηνές στα κουπόνια των μπουκ

«Τι είναι αυτό, Μπάμπη;». «Σαύρα, Πόπη μου. Προτιμάς στήθος ή μπούτι;». «Αχχχ… Δεν το αντέχω πιααα… Πριν τρεις εβδομάδες καυγαδίσαμε γιατί εγώ ήθελα γιουβέτσι, ενώ εσύ επέμενες για φρικασέεε… Και το ψυγείο ήτανε γεμάτο παγωτό, χυμούς, πέψι, τυρί και βούτυροοο… Πώς μπορώ να φάω ωμή σαύρα, Μπάμπη μουουου;». (Κλάμα και οδυρμός).

«Έλα, μην κάνεις έτσι, αστέρι μου, μπόρα είναι και θα περάσει. Ξεπέτσισε εσύ τη σαύρα κι εγώ θα βρω λίγο γρασίδι για να φάμε ωμό φρικασέ α λα ερπέτ»! (Διπλός ξερατός).

Δεν γίνονται τέτοια, ε; Καλά! Αφού περάσει το πρώτο σοκ, αφού ο άνθρωπος συνηθίσει να καθαρίζει τον πισινό του με πέτρες και κλαριά και να πλένεται με νερό γεμάτο βδέλες, αρχίζει να αφηγείται. Ο άνθρωπος είναι ψώνιο για παράδοση και ιστορία. Λέει ο ένας μια ιστορία στο παιδί του, αυτό την λέει στο δικό του παιδί με κάποια προσθήκη ή παράλειψη και πάει λέγοντος.

Όταν ο άνθρωπος αρχίσει να κατασκευάζει περγαμηνές και πήλινες πλάκες, πρώτα – πρώτα φτιάχνει κουπόνια των μπουκ. Βέέέβαια! Μετά αρχίζει να καταγράφει την ιστορία, όπως έχει φτάσει στ’ αυτιά του. Οι μεν γράφουν, οι δε αντιγράφουν, και μετά από πέντε – δέκα χιλιάδες χρόνια, σε εποχή κάποιου άλλου «πολιτισμού», τα διαβάζουν οι απόγονοί τους και προσπαθούν να βρουν άκρη, συχνά προτείνοντας ένα κάρο μαλακίες ως ερμηνεία!

Σκεφτείτε, λοιπόν: Έξι χιλιάδες χρόνια από τώρα, ιστορικοί διαβάζουν σε μια περγαμηνή: «Και ο ασημένιος Θεός πρόσταξε τους αγγέλους του να φέρουν μπροστά τον καστανό διάβολο για να προκαλέσει να δοκιμάσει την υπομονή του πέτρινου σκιάχτρου. Και ο καστανός διάβολος άρχισε να μασάει τον ασημένιο Θεό. Όμως εκείνος δεν τρωγότανε, αλλά παρέμενε αγέρωχος και ακέραιος. Δεν τρωγότανε ο ασημένιος Θεός».

Το όπλο που εκτοξεύτηκε σαν θάνατος

Άντε να πείσεις τους μελλοντικούς λόγιους ότι η περγαμηνή εξιστορεί τις πίπες του Κλίντον από την Μόνικα πριν έξι μακιγιάζ, καλέ! Καταλάβατε τι γίνεται; Οι μύθοι είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ γεγονότα του απώτερου παρελθόντος, που έχουν αλλοιωθεί στην «σκυταλοδρομία» της αφήγησης.

Διαβάζουμε σήμερα, λοιπόν: «…Είχε δημιουργήσει το όπλο, που εκτοξεύτηκε σαν θάνατος. Οι πενήντα Ανουκάκι κτυπήθηκαν. Το υπέρτατο ιπτάμενο που έμοιαζε με πουλί, κτυπήθηκε στο στήθος». Σουμεριακός «μύθος» είναι αυτό.

Τώρα, αν κάποιος σκεφτεί ότι στην Σουμεριακή «Ανουκάκι» είναι «Αυτοί που κατέβηκαν στην Γη από τον ουρανό», είναι για να διερωτάται: Τι ακριβώς αναφέρουν οι Σουμέριοι; Το ίδιο περίπου που αναφέρουν οι πανάρχαιοι Ινδοί με: «Τα θαυμαστά μπλε και κόκκινα ανάπτυξαν ταχύτητα με μουγκρητό στην κορυφογραμμή του ουρανού και λούστηκαν με ακτίνες από φως… Λαμπροί, ουρανοκατέβατοι και αστραπές στα χέρια τους και κράνη από χρυσό στα κεφάλια τους»!

Και κάτι άλλο. «ΤΙ.ΤΑ.ΑΝ.» στη Σουμεριακή σημαίνει «Αυτός που ζει στον ουρανό»! Την έχουνε ξανακούσει κάπου αλλού την λέξη «Τιτάν», σωστά; Όσο για το «Εν τοις ουρανοίς», χαίρετε!


Διαβάστε ακόμα:

ΕΞΩΔΙΚΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ