Ο ΛΥΚΟΣ ΒΓΑΖΕΙ ΣΤΗ ΣΕΝΤΡΑ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ

 

Με αφορμή το θάνατο της Αγκάθα Κρίστυ σα σήμερα στις 12 Ιανουαρίου, το 1976, ο αποδυτηριάκιας απλώνει σεντόνι που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα το 2011.

Εποχή τρόμου ζεις. Εκεί θα σε φτάσει, αν δεν σ’ έχει φθάσει η οικονομική κρίση. Τρομάζεις για το αύριο. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Τι κακό σε περιμένει. Το καλό δεν παίζει ούτε ως έκπληξη. Η δουλειά είναι στάνταρ μπετόν. Και με μηδενική απόδοση κέρδους. Ένα στοίχημα που ουδείς αξιόπιστος μπουκ θα το βγάλει στον αέρα.

Μιλάμε για πραγματικότητα, όχι για σινεμά. Το να παρακολουθείς ένα θρίλερ, μια ταινία τρόμου, έχει τη χάρη του. Γουστάρει ο θεατής να τρομάζει, να καθηλώνεται, να παγώνει, να ζαρώνει από το φόβο του. Υπάρχει κάτι πίσω από το φόβο, λένε οι ειδικοί. Τι είναι αυτό; Πού να ξέρεις! Όπως υπάρχουν κάποιοι που στις ταινίες τρόμου, ειδικά εκείνες με τους δράκουλες, το κάνουν κέφι. Σπάνε πλάκα. Άλλος φρικάρει από τις σκηνές τις φρικιαστικές, άλλος διασκεδάζει περισσότερο και από τις κωμωδίες.

Μιλάμε, όμως, για του τρόμου την αλήθεια, όχι την κινηματογραφική. Και, βέβαια, πριν απ’ αυτήν του σινεμά, προηγήθηκε εκείνη της λογοτεχνίας. Έτσι είναι. Ο σινεμάς αφού ανακάλυψε τις νουβέλες και τα μεγάλα έργα συγγραφέων, τις ρομαντικές ιστορίες, τις αισθηματικές, τα δράματα τα κοινωνικά, τις ζωές μεγάλων ατόμων, μπήκε και στον κόσμο του μυστηρίου, και της αστυνομικής λογοτεχνίας. Και ψάχνεσαι, γιατί κερδίζει τον θεατή το σασπένς, τα ερωτήματα μιας δολοφονίας, η προσπάθεια του ντετέκτιβ να λύσει το γρίφο.

Πρώτα πρώτα είναι η περιέργεια. Μια από τις μεγαλύτερες μαλακίες του ανθρώπου. Μιλάω για περιέργεια, όχι για ενδιαφέρον, ούτε για έρευνα. Ψάχνει κάτι μέσα στο σκοτάδι ο ήρωας του έργου. Τι να 'ναι αυτό! Και θα βρει αυτό που ψάχνει; Ακόμα και να ξέρει ο θεατής ποια είναι η αγωνία του ήρωα του έργου, πάλι... συμμετέχει, και από την περιέργεια του συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Γιατί; Είπαμε. Γεννημένος μπανιστηρτζής είναι το ανθρωποειδές. Δεν λέει ''Δεν πα’ να γαμηθεί ο μαλάκας…, τι με κόφτει εμένα αυτό που ψάχνει και γιατί το ψάχνει;''. Όχι! Ο θεατής θέλει να δει πώς θα αντιδράσει ο ήρωας του έργου όταν μάθει την αλήθεια, όταν αποκαλύψει το μυστικό. Και ανάλογα. Παίρνει το μέρος του πρωταγωνιστή, όπως μπορεί να θέλει το κακό του. Την ουδετερότητα δεν την ξέρει. Ούτε την αντικειμενικότητα. Ποια αντικειμενικότητα;
Το λόγο έχει ο συγγραφέας. Ο σκηνοθέτης. Αυτός κουμαντάρει την κατάσταση. Αν γουστάρει κάνει αγαπητό τον κακό και αντιπαθητικό τον καλό. Δικό του είναι το έργο, δική του και η δικαιοσύνη. Ό,τι θέλει στήνει, όπως τον βολεύει τελειώνει το στόρυ. Ο δολοφόνος να καταλήξει στη φυλακή, να παραμείνει ασύλληπτος μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Τι λέμε;
Ο συγγραφέας, ο σεναριογράφος σ’ έχει για πλάκα, κύριε θεατή. Είναι ανώτερος του εξουσιαστή, του πλανηταρχιστή, και του συστήματος που εξυπηρετούν και άμα λάχει σε παγιδεύουν σε πόλεμο, σε σέρνουν σε οικονομική κρίση, διότι είσαι παιχνιδάκι στα χέρια τους.

Το ποτήρι έχει κρασί και στο κρασί έχουν ρίξει δηλητήριο. Τι σκατά θα γίνει; Θα το πιει το κρασί ο τύπος στο έργο; Κι αν δεν το πιει, τι είναι αυτό που θα επενεργήσει, για να γλυτώσει; Δεν αποφασίζεις εσύ. Όχι, βέβαια.

Ο αποδυτηριάκιας το είχε γράψει από τα πρώτα πρώτα σεντόνια, σε μια ανάλυσή του για το σώου. Ότι το κακό τραβάει. Και ο περιβόητος Αλφρεντ Χίτσκοκ είχε πει κι αυτός τη μεγάλη κουβέντα, πώς αν δεν υπήρχε ο λύκος, ποιος μαλάκας θα ασχολούνταν με την Κοκκινοσκουφίτσα; Κι όμως. Το παραμύθι λέγεται Η Κοκκινοσκουφίτσα, ενώ το σωστό θα ήταν να λεγόταν Ο Κακός ο Λύκος και η Κοκκινοσκουφίτσα. Ποιος Κακός; Άλλη μαλακία αυτή. Ο λύκος είναι λύκος. Ούτε κακός είναι, ούτε καλός. Αν ο λύκος δεν συμπεριφερθεί, δεν αντιδράσει σα λύκος, τότε δεν είναι λύκος. Δεν τον λες ούτε κακό, ούτε καλό. Αν τον πεις κακό, τότε αρνείσαι τη φύση του, που τον θέλει... ''κακό''.

Δεν έτυχε μέχρι σήμερα να πέσει σεντόνι γι’ αυτόν τον περίεργο Alfred Hitchock, τον μαιτρ του τρόμου. Να ήταν μόνον αυτός, που έχουμε ξεχάσει. Μυστήριο, αγωνία, φρίκη, πλοκή, ίντριγκα, αίνιγμα, ένοχα μυστικά, φόβοι, τα σχετικά στις ταινίες του. Μόνο τυχαίο δεν είναι πώς ο χοντρούλης, με την χαρακτηριστική φάτσα, είναι Εγγλέζος. Φανατικοί οι Άγγλοι με τα αστυνομικά έργα, τα αστυνομικά βιβλία. Όπως Αγγλίδα, χοντρούλα κι αυτή, τι χοντρή, φάλαινα σκέτη, ήταν η Agatha Christie. Η Αγκάθα Μαίρη Κλαρίσα Μύλερ, μια γυναίκα που δεν ήξερε να γράφει, που δεν είχε πάει σχολείο, κι έγινε η μεγαλύτερη συγγραφεύς όλων των εποχών. Φοβερά πράγματα.

Διορθώνω. Όχι η μεγαλύτερη, αλλά η πιο πετυχημένη γυναίκα συγγραφεύς όλων των εποχών. Το πιο εμπορικό βιβλίο στους αιώνες είναι η Βίβλος και μετά έρχεται ο τεράστιος Ουϊλιαμ Σαίξπηρ με τα θεατρικά του έργα. Και στην τρίτη θέση βρίσκεται η Αγκάθα Κρίστυ με τα 79 αστυνομικά μυθιστορήματα και τα έξι ρομάντζα που έγραψε. Στην πινακοθήκη της αστυνομικής λογοτεχνίας έχουν εξέχουσα θέση ο Άγγλος βέβαια Κόναν Ντοϋλ με ήρωα τον Σέρλοκ Χόλμ, ο Βέλγος Ζώρζ Σιμενόν, ο Ραίημοντ Τσάντλερ. Μακράν είναι η Αγκάθα Κρίστυ, που σε 30 βιβλία της έχει ήρωα τον άπαικτο Βέλγο ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρώ, τον οποίο όταν τον «τέλειωσε», εμφάνισε την Μις Μαρπλ.

Μια αναφορά στο έργο της Αγκάθα Κρίστυ «Ποντικοπαγίδα» για να γίνει αντιληπτό το πόσο λαοφιλής συγγραφέας παραμένει η κυρία. Η Ποντικοπαγίδα, λοιπόν, που έγινε και θεατρικό έργο και παίχθηκε και στην Αθήνα, πρωτοανέβηκε στη σκηνή, στο Λονδίνο, στις 25 Νοεμβρίου 1952 και ακόμα(!) δίχως διακοπή παίζεται. Δεν έχει ξαναγίνει αυτό. Ποτέ. Και δεν πρόκειται στον αιώνα να συμβεί μ' άλλο έργο. Ναι, μιλάμε σήμερα για την κυρία που πρώτη αυτή έβαλε τον αναγνώστη στο μυστήριο της εξιχνίασης εγκλήματος, με την ευκαιρία της γέννησης της πριν από 121 χρόνια. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1890.

Μερικά πράγματα δεν νομίζεις ότι είναι αληθινά. Κι όμως! Ένα κορίτσι, μιλάμε για την Αγκάθα, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν το γκομενάκι, ούτε το «πουτανάκι», γούσταρε να ερωτοτροπεί και είχε μια αρκετά αξιοσημείωτη επιτυχία στους άνδρες. Πώς γίνεται αυτό; Ούτε ωραία ήταν, ούτε πλουσιοκόριτσο, άσε ότι δεν ήξερε να ντυθεί. Αρραβωνιάζεται στα 21 της έναν ταγματάρχη που είναι τρελός μαζί της και υπηρετεί στο Χονγκ Κονγκ. Δεν τον παντρεύεται διότι, ακόμα αρραβωνιασμένη, ερωτεύεται μετά από ένα χρόνο έναν υπαξιωματικό της αεροπορίας, αυτόν τον παντρεύεται στα 24 της και μετά το γάμο ο γαμπρός πάει πιλότος στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Έζησαν μαζί δέκα χρόνια, έκαναν μια κόρη, το μοναδικό παιδί της συγγραφέως. Και χώρισαν διότι ο πιλότος καψουρεύτηκε μια πιτσιρίκα. Επόμενο ήταν.

Να είμαστε δίκαιοι. Μια γυναίκα που έχει περάσει τα 40, και μιλάμε για εποχή μεσοπολέμου, όχι για σήμερα, χοντρή, κακοφτιαγμένη, κακοντυμένη, που έχει πέσει με τα μούτρα στη συγγραφική της καριέρα, διότι έχει πια καθιερωθεί, άσε ότι είναι και λίγο ψιλομουρλή, πώς να κρατήσει έναν άντρα στα ντουζένια του; Προκύπτει το απίθανο, το απίστευτο, που λέγαμε. Την ερωτεύεται ένας αρχαιολόγος κατά 14 χρόνια νεώτερος της. Φοβερά πράγματα. Σοβαρός άνθρωπος ο Μαξ, σπουδαίος επιστήμων, μη λέμε λεπτομέρειες για τις ανασκαφές του. Έγιναν σπουδαίο ζευγάρι μέχρι το τέλος της ζωής τους, αυτή πέθανε το 1976 κι αυτός δυο χρόνια μετά. Μια παρένθεση, πριν φθάσουμε στο ψητό.

Η Αγκάθα Κρίστυ, όπως και κάθε Ευρωπαίος συγγραφέας, διαννοούμενος, επιστήμων, επισκέφθηκε την Ακρόπολη. Η πρώτη επίσκεψη της στην Αθήνα έγινε το 1930 και από την Ελλάδα ξεκίνησε το μήνα του μέλιτος με τον Μαξ. Ενθουσιάστηκε η κυρία όπου κι αν πήγε. Στην Ολυμπία, στους Δελφούς. Κι όταν ξαναήρθε στην Ελλάδα το 1960 τι είπε; «Ευτυχώς που με τον Μαξ δεν κτίσαμε σπίτι στην Ελλάδα, όπως θα θέλαμε…». Γιατί; Επειδή η Ελλάδα τότε,πριν από μισό αιώνα, έτσι όπως την είχαν καταντήσει οι Έλληνες, την είχε απογοητεύσει. Σκέψου τι λένε σήμερα οι ξένοι, όσοι ξένοι κάνουν τη μαλακία να έρθουν στην Ελλάδα των Ελλήνων. Στην Ελλάδα που την έχουν σκαρτέψει ακόμα περισσότερο οι Έλληνες.

Γράφει το πρώτο της βιβλίο στα 26 της χρόνια η Αγκάθα Κρίστυ. Μιλάμε τώρα για την κορυφαία της αιωνιότητος. Και της είπαν, σε όποιο εκδοτικό οίκο αποτάθηκε «Τι μαλακία είναι αυτή που μας έφερες;…». Φοβερά πράγματα. Κι εγώ να ήμουν εκδότης, το ίδιο θα έλεγα. Άσε μας, κυρά μου, που θέλεις να γίνεις συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών, με κάποιον Ηρακλή Πουαρώ. Σημειώνω πως από το πρώτο της βιβλίο δημιούργησε τον Ηρακλή.

Αποτυχία και το δεύτερο βιβλίο. Τελικά, χωρίς να… βελτιωθεί, χωρίς να αλλάξει στυλ, γνώρισε την επιτυχία και την καθιέρωση στα 36 της χρόνια. Δέκα Μικροί Νέγροι. Έγκλημα στο Νείλο. Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές. Το ένα μπεστ σέλερ μετά το άλλο. Και η κυρία πουλάει μέχρι σήμερα. Είναι πια κλασική. Γιατί; Εδώ σε θέλω.

Το φαινόμενο χρειάζεται την ανάλυσή του. Η κυρία δεν είναι η μεγάλη συγγραφέας. Μην τρελαθούμε. Δεν είναι η ποιοτική. Η πνευματώδης. Αυτή που καταβυθίστηκε στην ανθρώπινη ψυχολογία. Που προσέγγισε τις ανθρώπινες σχέσεις. Που φώτισε τη ζήλια, το μίσος, την απιστία, τη ματαιοδοξία. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Τότε;

Διαβάζεις Ντοστογιέφσκι και μένεις. Χεμινγουαίη. Γκαίτε. Ουαϊλντ. Κοκτώ. Καζαντζάκη. Λέμε ονόματα από τα θηρία. Απ’ αυτούς που είχαν να πουν. Που είπαν. Και παθαίνεις. Αναγνωρίζεις την αξία. Αντιλαμβάνεσαι ότι ο συγγραφέας σε πήγε εκεί που δεν θα πήγαινες μόνος σου ποτέ εσύ. Σου έδειξε πράγματα που ποτέ δεν θα τα έβλεπες εσύ. Η Αγκάθα Κρίστυ; Στη συγγραφική της μετριότητα οφείλεται η μοναδική της επιτυχία, λέει ο αποδυτηριάκιας. Φοβερά πράγματα.

Διαβάζει τον μεγάλο συγγραφέα ο μέσος αναγνώστης και χάνεται. Άντε να κρατήσει μέσα του τις 20-30 σελίδες από τις πεντακόσιες. Με παίρνει από το χέρι ο μέγας συγγραφέας και με ταξιδεύει σε κόσμους της ψυχής απερπάτιστους, δύσκολους, που δεν χωνεύονται με τίποτα. Η κυρία Αγκάθα Κρίστυ, απίστευτο για τόσο πολυδιαβασμένη συγγραφέα, έχει φτωχό λεξιλόγιο! Είπαμε. Η κυρία δεν πήγε σχολείο, και τα γράμματα τα έμαθε σπίτι της. Κι όμως την ρουφάς. Το γραπτό της το εισπράξει και ο αναγνώστης που στο σχολείο έπαιρνε κάτω από τη βάση.

Κλασική, μοναδική, αλλά και συμβατική, σίγουρα συντηρητική είναι η Αγκάθα Κρίστυ. Γιατί; Ο δολοφόνος θα βρεθεί. Δεν θα γλυτώσει. Όσο κι αν πασχίσει να κάνει το τέλειο έγκλημα θα τον πάρουν πρέφα, τελικά. Ο συγγραφέας, σου λέει, οφείλει να υπηρετεί τη συμβατική ηθική. Όχι να σου παρουσιάζει τον κακοποιό με καλό πρόσωπο. Ούτε να παραμένει ασύλληπτος από τις αρχές. Δεν γίνονται αυτά. Δεν γινόντουσαν αυτά, δηλαδή.

Και το άλλο είναι ότι οι ήρωες της Αγκάθα Κρίστυ δεν ήταν οι σεσημασμένοι κακοποιοί του υποκόσμου. Ήταν κάποιοι ανάμεσα μας. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που λένε. Και η Αγγλίδα κυριούλα, όπως όλοι συμφωνούν, έδωσε διαστάσεις καθημερινότητας στους εγκληματίες της. Δεν έπαιξε με ευφυείς, με εμπνευσμένους, με διαβολικούς δολοφόνους.