ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΚΑΙΕΙ ΤΟ ΚΡΑΣΙ

 

Πίνω στα αγαπημένα μας ξέφωτα, στη γη, Όπου είμαστε όλοι θαμμένοι.

…Ένας στίχος. Μια γεύση ποίησης. Για την ποίηση θα μιλήσουμε; Όχι, ακριβώς. Για τον πούστη θα μιλήσουμε. Τον άνθρωπο. Αυτός είναι ο πούστης. Ο παλιόπουστας. Το μεγαλύτερο αρχικάθαρμα, που ποτέ δεν φοράει τα γαλόνια, ακριβώς επειδή προκαλεί το κακό, επειδή γίνεται ο άδικος τιμωρός, ο εκδικητής, ο βασανιστής. Υπάρχει ο επιλοχίας, ο αντισυνταγματάρχης, ο τελετάρχης, ο αρχιδικαστής, ένα κάρο τίτλους μοιράζουν, όμως ούτε έναν σαν κι αυτόν που απονέμει ο αποδυτηριάκιας. Ότι ο έτσι είναι καριόλης, απλός καριόλης, ο άλλος ημικαριόλης, ο παραπέρα, εκεί δεύτερο κάθισμα αριστερά, ο αρχικαριόλης. Ναι, είναι «τίτλος», είναι βαθμός, διαβάθμιση και το αρχικάθαρμα. Όταν προσφέρει υπηρεσίες στο κόμμα, στο κράτος, στο καθεστώς περισσότερες υπηρεσίες από το κάθαρμα, τότες είναι αρχικάθαρμα.

Ας πιούμε στα τραγούδια της γης…, Όπου είμαστε όλοι ζωντανοί.

…Ένας άλλος στίχος. Με όσο το δυνατόν λιγώτερα λόγια, σου λέει πολλά. Αυτό είναι ποίηση. Δεν σου ζωγραφίζει εικόνες στον καμβά, αλλά στο μυαλό. Σε κάνει ζωγράφο εσένα. Σου στέλνει τη σκέψη η ποίηση εκεί που σου δείχνει ο ποιητής, κι εκεί που δεν σου δείχνει.

Θα μιλήσουμε για μια μεγάλη γυναίκα. Πολύ μεγάλη ποιήτρια. Τη μεγαλύτερη της Ρωσίας. Ποιος είσαι εσύ, ρε σκουλήκι, είτε έχεις το βαθμό του αρχικαθάρματος, είτε δεν προβιβάστηκες περισσότερο από ένα καθαρματάκι, που θα πεις στην τεράστια ποιήτρια του αιώνα της ''Κάτσε κάτω, κάνε αυτό, κάνε το άλλο…, Πήγαινε εκεί, όχι εδώ…, Περίμενε στη σειρά και θα δω αν θα σου δώσω δελτίο φαγητού''. Μιλάμε για φοβερά πράγματα. Το κτήνος στο όνομα της ιδεολογίας στήνει εξουσία, μάλιστα κρατική εξουσία, κι εσένα, ας είσαι θεός της τέχνης, θεότατος της διανόησης, της επιστήμης, σε αντιμετωπίζει ως… εχθρό και σου ξεπατώνει τα κατσαπουτσάλευρα. Φοβερά πράγματα.

«Η κυρία είναι μια πουτάνα…», είπανε οι σταλινικοί. Γυναίκα ήταν γεννημένη για τον έρωτα. Για το γαμήσι. Από μικρό κορίτσι της άρεσε να ξαπλώνει στο κρεβάτι με τον άντρα, με τους άνδρες. Πουτάνα από πού και έως που, ρε; Το κράτος την ήθελε να εκπορνευτεί. Να γράφει ποιήματα κομματικά. Να εξυμνεί τον κομουνισμό. Διαφορετικά γινόταν το μόνιμο θύμα από το κομματικό πρακτορηλίκι. Την παρακολουθούσαν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και μπουκάρανε στο σπίτι της και της άρπαζαν τα χειρόγραφα, για να τα λογοκρίνουν. Για να βρουν δήθεν την αντικαθεστωτική της δράση που κρυβόταν πίσω από τους στίχους. Στα αρχίδια της. Ποιο κόμμα, επειδή εσένα σ’ έχει βαρέσει η ανωμαλία σου, θα πρέπει κι εγώ να συμβαδίσω μαζί σου; Κι αν αρνηθώ θα μου κάνεις τη ζωή μαρτύριο.

…Μιλάμε για την ποιήτρια που την συγκρίνουν με την Σαπφώ. Κι όχι μόνον διότι κι αυτή έγραφε, έτσι νομίζανε, ερωτική ποίηση. Βεβαίως τα ποιήματα της είναι ερωτικά, όμως μόνον άμα είσαι βαρεμένος, κομμουνιστής ή όχι, θα τα έβλεπες σκέτα ερωτικά. Ό,τι είναι μεγάλο είναι τέτοιο διότι έχει βάθος και ο χαρακτηρισμός ερωτικός ή πολιτικός, ιστορικός ή κοινωνικός, ή ό,τι άλλο είναι φτηνός.

Με την ευκαιρία ότι την άλλη εβδομάδα συμπληρώνονται 126 χρόνια από τη γέννηση της, στις 23 Ιουνίου 1889, θα αφιερώσουμε το σεντόνι στην Άννα Αχμάτοβα. Υψηλή, αδύνατη, μυτόγκα, πρόσωπο ωχρό, μελαγχολικό, σαρκώδη χείλη, με γκριζοπράσινα μάτια σαν της λεοπάρδαλης του χιονιού, επιβλητική, μυστηριώδης, σχεδόν αυτοκρατορική, γοητευτική τόσο, που ήταν αδύνατον να περάσει αδιάφορη, χωρίς να προκαλέσει το σεξουαλικό ενδιαφέρον στον αληθινό αρσενικό. Γυναίκα ανεξάρτητη! Δεν καταλάβαινε τίποτα. Και γιατί να καταλάβει! Θεϊκή ποιήτρια ήταν. Γιατί να κωλώσει στα μουνόπανα της κομματικής αλητείας; Στα σκουλήκια. Στα σκατά. Στη συντηρητική θρησκευτικού τύπου ηθικολογία τους. Να πα’ να γαμηθούν όλοι αυτοί που κρατούσαν τη σημαία. Στα παπάρια μας.

…Αυτή είναι η φωνή της παγκόσμιας συνείδησης. Μιλάει ο αποδυτηριάκιας. Στα παπάρια μας και η σημαία σας, όποιο χρώμα έχει, κι εσείς οι ίδιοι, ακόμα κι αν είσθε ποιητές. Δεν κατάλαβα. Το μουνόπανο είναι μουνόπανο, ο προδότης της ελευθερίας είναι προδότης, είτε είναι ποιητής, είτε αρχιεπίσκοπος, είτε ένας σοφός. Ως αποδυτηριάκιας χέζω στον τάφο σου, παλιόπουστα, όσο μεγάλος ποιητής και στοχαστής είσαι όταν αφιερώνεις την τέχνη σου στο κόμμα κι όχι στον αιώνιο άνθρωπο.

Πριν από 50 χρόνια έρχεται ο Νικήτας και αποκηρύσσει τον Γιοζέφ. Ρε; Πλάκα μας κάνετε; Το 1961 ο Χρούτσωφ μας λέει ότι ο Στάλιν ήταν αληταράς. Α, έτσι; Ναι, έτσι. Καθαρίσαμε, δηλαδή; Και μετά έρχονται άλλοι και λένε να αποκαταστήσουμε τον Ιωσήφ, δεν ήταν κακό παιδί ο Στάλιν, ήταν πατερούλης.

Έτσι παίζεται το έργο. Τι φταίει ο κομουνισμός; Η κουφάλα ο Στάλιν φταίει, όπως και η άλλη η κουφάλα ο Μπρέζνιεφ. Και γι’ αυτό, να έρθει ο επόμενος, ο Γκορμπατσώφ, και μετά ο Γιέλτσιν, και μετά ο Πούτιν. Όλοι κομουνιστές. Όλοι του κόμματος. Και όλοι το παίζουν διαφορετικά. Κι εγώ που μιλάω με τους ουρανούς θα πρέπει να σκύψω. Και κάθε φορά να πηγαίνω πάσο. Τον καθένα να τον βλέπω καλό και μετά τον ίδιο να τον καταριέμαι. Επειδή το κόμμα δεν φταίει. Ποτέ. Έτσι διαπαιδαγωγείται ο πιστός του κομουνισμού ή του χριστιανισμού, άσχετο. Ο Θεός δεν φταίει. Το κόμμα δεν φταίει. Το κόμμα, όπως ο πάπας της Ρώμης, είναι αλάνθαστο.

Δεν γίνεται δουλειά αν αμφισβητείται το κόμμα. Δεν υπάρχει κόμμα, διαφορετικά. Και επειδή πρέπει να υπάρχει το κόμμα, καταργείται άμα λάχει και ο κομουνιστής. Να πάει να γαμηθεί ο κομουνιστής, όταν δεν είναι κομματικός κομουνιστής.

Σύμφωνοι. Φταίει ο πούστης ο Στάλιν, φταίνε κάποιοι, όχι όλοι, κομμουνιστές επί Στάλιν. Δεν φταίει ο κομουνισμός. Σύμφωνοι. Τότε γιατί να μην εμποδίζεται η διάδοση του κομουνισμού, όταν οι πούστηδες οι άνθρωποι, όπως έχει αποδειχθεί, δεν είναι σε θέση να διαχειρισθούν την ιδεολογία; Να προστατεύουν την αγιότητα της. Έχει ηθική ο κομουνισμός, έχει και αξίες και όνειρα. Σύμφωνοι. Όταν, όμως, και οι αγνοί, οι συνεπείς κομουνιστές γίνονται εξουσία δρουν όπως οι κανονικοί μαφιόζοι, σαν τους χειρώτερους εγκληματίες, μάλιστα και ενάντια των συντρόφων τους. Γιατί ; Επειδή και οι σκεπτόμενοι, οι καθαροί παραμυθιάζονται, μαστουρώνουν από την αναγκαιότητα του δόγματος και δικαιολογούν κάθε κτηνωδία. Και σηκώνουν τα χέρια στον κομουνισμό, στον χιτλερισμό, στον σοσιαλισμό, στο κάθε παραμυθένιο ισμό.

Η Αχμάτοβα δεν ήταν κομουνίστρια. Κι αν ήταν γιατί να μας το πει; Να μας το δείξει. Υπάρχουν άλλα, που είχε να πει, πιο σπουδαία από τον κομουνισμό, τον χριστιανισμό, τον καπιταλισμό, τον ισλαμισμό. Η Αχμάτοβα, να πούμε σε κάποιους ξεφτύλες που έσκασαν μύτη για να φτιάξουν την Σοβιετική Ένωση, ήταν του κόμματος της Αγίας Ρωσίας, όχι της συμμορίας των μπολσεβίκων.

…Γιατί καίει το κρασί, σα δηλητήριο; Ένας στίχος…

Γράφει τη Μπαλάντα της Πρωτοχρονιάς το 1923, ποίημα από το οποίο ο αποδυτηριάκιας πήρε σκόρπιους στίχους και τους αραδιάζει στο σεντόνι, και οι Γάλλοι ομότεχνοι της την ζητάνε να… αγανακτήσει. Της… μόδας η αγανάκτηση, ε; Ναι, έτσι ακριβώς της το είπαν, να αγανακτήσει…, και αυτή τους αποκρίθηκε ότι είναι καλύτερα να ονειρευτούν…

…Και το φεγγάρι που έπληττε στα σύννεφα.
…Γιατί καίει τόσο το κρασί, σα δηλητήριο;

Στην Ουκρανία γεννήθηκε η Άννα, σε μια κωμόπολη κοντά στην Οδησσό, εκεί που βρισκόντουσαν πολλοί Ρωμιοί. Το 1912, στα 23 της, ήταν πια γνωστή ποιήτρια, αλλά πριν εκδοθεί η πρώτη της συλλογή ο μαλάκας αξιωματικός Ναυτικού Γκορένκο, που ήταν πατέρας της, το ξέκοψε. Δεν θα χρησιμοποιήσεις το πατρικό σου όνομα για να μη ξεφτυλιστώ… Και αυτή υπέγραψε με το όνομα της προγιαγιάς της, που είχε παντρευτεί Κρητικό πειρατή, τον Εμμανουήλιο Γεροσπαθιά. Ο πατέρας της Άννας με καταγωγή από Κοζάκους Ουκρανούς και αίμα τατάρικο και από την μάνα της η Μογγόλισσα προγιαγιά ήταν απόγονος του Αχμάτ Χαν, τελευταίου Τζέγκις Χαν.

Όπως ο Μαγιακόβσκι, αυτοκτόνησε και η Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Μιλάμε για την Νο2, μετά την Αχμάτοβα, ποιήτρια του 20ου αιώνα στην Ρωσία. Του Μπορίς Πάστερνακ, αυτουνού που έγραψε τον Δόκτωρ Ζιβάγκο, του είχαν απαγορεύσει και να μιλάει. Τους δυο από τους τρεις συζύγους της Αχμάτοβα τους εκτέλεσαν, μιλάμε τώρα για τεράστια ονόματα, για κορυφαίους της τέχνης.

…Είναι παιχνίδι για εσάς, Να σαγηνεύετε κάθε γήϊνο…

…Μ’ αυτό το στίχο καταλήγει το ποίημα της Τσβετάγιεβα που το αφιέρωσε στην Αχμάτοβα. «Σας αγάπησα…» γράφει η Μαρίνα στην Άννα και, παρακαλώ, μην πάει η σκέψη στο σεξουαλικό, στο λεσβιακό. Αν έπαιζε τέτοιο, θα το λέγαμε. Η Αχμάτοβα, σεξουαλικά, ήταν πεντακάθαρη. Ένα κάρο εραστές, ούτε μια γυναίκα. Κάπνιζε και από φοιτήτρια ακόμα τους ήθελε ολόγυρα της, στα πόδια της τους άντρες, να τους μιλάει, να την ακούνε. Και μιλάμε για άντρες τα ονόματα, για την αριστοκρατία του πνεύματος της Ρωσίας, όλοι κολλητοί της. Θέλω να φθάσω στο γιο της, τον Λεβ…

Πρώτος της γάμος με την ποιητάρα Νικολάϊ Στεπάνοβιτς Γκουμελιώφ, μέγας μουνάκιας, όπως και ο τρίτος της άντρας, ο ιστορικός της τέχνης Νικολάϊ Πούτιν. Ο δεύτερος σύζυγος της, ο καθηγητής πανεπιστημίου της Πετρούπολης Βλάντιμιρ Σιλέϊκο, την λάτρευε, όμως και δεν τον άντεχε επειδή της την έσπαγε με τις ζήλιες του.

Από το 1933, τον Λέβ, τον γιο της Αχμάτοβα και του Γκουμελιώφ, αρχίζουν και τον «μαζεύουν» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί που πέθαινε φυλακισμένος ο μέγας Ρώσος ποιητής Οσίπ Μαντελστάμ. Ο πατέρας του Λεβ εκτελέστηκε το 1921 για εσχάτη προδοσία. Να ήταν μόνον αυτοί; Μιλάμε για ένα άλλο ολοκαύτωμα…

Τελικά, και μετά την αποσταλινοποίηση, ο Λεβ αποφυλακίζεται το 1956 και δεν θέλει να δει την μάνα του. Την θεωρεί υπαίτια του εγκλεισμού του για 18 συναπτά έτη στα γκούλαγκ της Σιβηρίας. Γιατί η Αχμάτοβα θα μπορούσε να κάνει τα γλυκά μάτια, δηλαδή να πει μια καλή κουβέντα για το καθεστώς και αυτός να πάρει χάρη. Πρέπει να ’σαι Σοφοκλής και Αισχύλος για να πλησιάσεις τέτοια τραγωδία. Της μάνας περισσότερο, παρά του γιού…

Ναι, μέχρι που το παραδεχόταν η ποιήτρια ότι δεν γεννήθηκε να ’ναι μάνα. Τον γολγοθά της τον τράβηξε μέχρι τέλος. Την άρνηση εισέπραττε από τον γιο της. Κι όμως, αυτή, αν είναι δυνατόν, για να αποφυλακιστεί ο Λεβ, αν είναι δυνατόν, έγραψε ποιήματα υπέρ του Στάλιν, το 1950! Όχι, έκριναν τα κοπρόσκυλα του κόμματος, δεν μας τα λέει καλά…, δεν είμαστε μαλάκες, πίσω από τους στίχους της, όπως τους μελετάμε, δεν φαίνεται να εννοεί αυτά που λέει…

Το κορυφαίο της ποίημα είναι το «Ρέκβιεμ». Το άπαν της. Είναι ο δικός της θρήνος για όλα τα θύματα του Στάλιν. Και αν δεν την πονούσαν οι τύψεις της, για την εκτόπιση του Λεβ, δεν θα έφθανε στο αριστούργημα. Την σχολίασαν, άλλωστε, ότι προκειμένου να εκβιάσει τον ποιητικό της οίστρο, πιο υψηλά, πιο βαθειά, πέραν του πέρατος, σα να αποζητούσε τις μαχαιριές στη ψυχή της με το δράμα του Λεβ…

Κοντά στα 30 χρόνια το «έγραφε» το Ρέκβιεμ. Με το στόμα, με τη μνήμη, όχι στο χαρτί. Φοβερά πράγματα. Αποστήθιζε τους στίχους των ποιημάτων της, το ίδιο και οι φίλοι της. Τους «έγραφαν» στο κεφάλι τους, τους στίχους. Για να μη χαθούν, για να τους σώσουν. Ανά πάσα στιγμή τα άγρια σκυλιά του κόμματος έμπαιναν στο σπίτι της και της έσχιζαν τα χειρόγραφα. Οι μπινέδες. Αυτοί οι ίδιοι του ανώτατου σοβιέτ, που όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το 1940, της ζήτησαν να εκφωνήσει πατριωτικό λόγο από το κρατικό ραδιόφωνο. Αυτοί δεν ήταν σε θέση να καλέσουν σε αντίσταση τον λαό, να τον μαζικοποιήσουν, έτσι κάλεσαν έναν εχθρό του λαού, την Αχμάτοβα. Αυτήν που έδιωξαν από την Ένωση συγγραφέων, που της έκαιγαν τα βιβλία.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στη φυλλάδα 26.06.2011

Διαβάστε ακόμα:

ΠΙΘΗΚΑΚΙΑ ΕΓΩ ΚΙ ΕΣΥ