Η ΚΙΤΡΙΝΟΜΑΥΡΗ ΦΑΝΕΛΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΝΑΚΗ

 

Ο εβδομηντάρης φίλος μου με το που βλέπει στην εφημερίδα τη φωτογραφία του Γιάννη Κανάκη, με το μαύρο κοντό παντελονάκι και την κιτρινόμαυρη φανέλα, μαρμαρώνει. Βουβαίνεται. Και νοιώθω μια ζεστή ενέργεια απαλή και τρυφερή να ξυπνάει από το μέσα του. Αμίλητος κι εγώ τον παρατηρώ εξεταστικά. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά, ακίνητος, κοκκαλωμένος, μην ενοχλήσω τούτη τη συγκινητική στιγμή της προσωπικής μνήμης του φίλου μου του αεκτζή.

Τι να 'ναι εκείνο που του θύμισε η εικόνα του ποδοσφαιριστή της δεκαετίας '50, του Καβαλιώτη Γιάννη Κανάκη, που πέθανε το 2016, σα σήμερα 24 Μαρτίου; Δεν τολμώ να σπάσω τη σιωπή, δεν ήρθε ακόμα η στιγμή να τον ρωτήσω, αν ο φίλος μου δεν μου εξομολογηθεί ο ίδιος γιατί είναι πια έτοιμος να χύσει ένα δάκρυ...

Η πρώτη κουβέντα που βγήκε από το στόμα του μου ήρθε λες ηλεκτρικό ρεύμα να με ακούμπησε... «Θυμήθηκα πόσο αγαπούσα την ΑΕΚ...», ψιθύρισε. Ξανακοίταξε τη φωτογραφία. Ήμουνα σίγουρος ότι η σκέψη του φωτιζόταν από εικόνες στο γήπεδο με τους Σεραφείδη και Βερνέζη, Ζωγράφο και Χανιώτη, Σταματιάδη και Εμμανουηλίδη, Πούλη και Αμπο...

 

«Η φανέλλα...» μουρμούρισε.

-Η φανέλλα, τι..., τον σκάλισα.

 

«Τελικά, αυτό που μ' έχει δέσει με την ΑΕΚ ήταν η φανέλα της..., ακριβώς αυτή εδώ η φανέλα του Κανάκη, και οι κιτρινόμαυρες κάλτσες, έχουν καταγραφεί στη μνήμη μου...».

Έτσι πρέπει να 'ναι. Με τον κάθε οπαδό. Της κάθε ομάδας. Άσχετο τι είναι εκείνο που τον φέρνει κοντά σε μια ομάδα, αυτό που χημικά, αισθηματικά τον «σκλαβώνει» με οπαδική αιωνιότητα είναι η φανέλα, η «εμφάνιση» που φοράνε οι ποδοσφαιριστές, όχι κάποιοι συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές. Με την ευκαιρία να σημειώσω πως θαρρώ σχεδόν ανόητο μια ΠΑΕ να «αλλάζει», να διαφοροποιεί τη φανέλα της ομάδας, να κάνει μια επίθεση, ένα μπέρδεμα στον οπαδικό ρομαντισμό.

(Στη φωτογραφία: Πάνω αριστερά, ΣΕΡΑΦΕΙΔΗΣ, ΒΕΡΝΕΖΗΣ, ΜΑΡΔΙΤΣΗΣ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ, ΠΟΛΥΖΟΣ, ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ. Κάτω, από αριστερά, ΣΟΦΙΑΝΙΔΗΣ, ΝΕΣΤΟΡΙΔΗΣ, ΚΑΝΑΚΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ, ΤΖΑΝΟΥΛΑΣ).

Με αφορμή το θάνατο του Γιάννη Κανάκη στα 89 του χρόνια, ένα σκηνικό άξιο αναφοράς. Κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας του 2005 στο Σύνδεσμο βετεράνων ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού. Παρόντες βέβαια και «συναγωνιστές» του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ. Κάποια στιγμή βρίσκονται αντίκρυ ο ένας με τον άλλον ο τότε 76χρονος Κώστας Καραπάτης, και ο 78χρονος Γιάννης Κανάκης. Αγκαλιές, φιλιά σταυρωτά.

-Ρε, Κώστα, θυμάσαι τη γκολάρα που σου έκανα από 50 μέτρα;
«Αν τη θυμάμαι, με ρωτάς, ρε, Γιάννη...».
-Ούτε τη γραμμή της σέντρας δεν είχα προλάβει να πατήσω..., σ' είδα που είχες βγει έξω από την περιοχή σου, όπως το συνήθιζες, και το κάρφωσα...
«Γιάννη, ένα μόνο σου λέω, όσο ζω εκείνο το γκολ στο Ηρακλής-ΑΕΚ δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

 

Όσο θυμούνται τα παλιά ο Κανάκης και ο Καραπάτης, που αφού αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό έξι χρόνια, έως το 1957, επέστρεψε στον Ηρακλή, μια ολοζώντανη και ευχάριστη φωνή τους αιφνιδιάζει:

-Ρε, τεντυμπόηδες(!) θυμηθήκατε το γκολ του Γιάννη στη Θεσσαλονίκη, μήπως ξεχάσατε ποιος σας έπαιζε;

 

 

Νέοι ασπασμοί ένθερμοι και ειλικρινείς από τους δύο... τεντυμπόηδες στον 97χρονο Αχιλλέα Γραμματικόπουλο, τερματοφύλακα του Ολυμπιακού και μετά διεθνή διαιτητή, που αυτός πέθανε 101 χρονών.

-Ναι, ο Αχιλίκος ήταν διαιτητής σ ‘εκείνο το ματς!..., θυμούνται οι δύο.

 

Μεταφέρω τούτο το επεισόδιο, αν μπορεί να θεωρηθεί ελάχιστος φόρος τιμής σε κάποια εποχή του ποδοσφαίρου μας, ουδεμία σχέση με το σήμερα.

Διαβαστε ακομα:

ΠΑΝΤΑ ΕΣΚΥΒΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΟΤΑΝ ΕΠΑΙΡΝΕ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΦΑΟΥΛ...