ΓΥΦΤΟΙ, ΟΜΩΣ ΧΟΝΤΡΟ ΠΑΚΕΤΟ

 

Ρομά τους αποκαλούν. Στα χρόνια μου τους ξέραμε σα γύφτους και τσιγγάνους. Είναι η παρεξηγημένη φυλή κι οι σεναριακές ιστορίες στο Μενίδι, παραπέμπουν σε αμερικάνικες γειτονιές - γκέτο, κανονικά βασίλεια της εγκληματικότητας. Παίζουν πάλι στα ΜΜΕ πρώτο τραπέζι πίστα οι γύφτοι. Τα άτομα δεν εντάσσονται σε κοινωνία, δεν έχουν όνομα, ούτε και διεύθυνση. Και με παρτίδες με την εφορία, ούτε νταραβέρι με ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, τράπεζες κι άλλα τέτοια περίεργα.

Σε μια σκηνή στο δρόμο κοιμάται ο παραδοσιακός γύφτος και βγάζει τον επιούσιον πουλώντας χαλιά, κουβέρτες, σεντόνια, ρολόγια. Υπάρχουν, όμως, και χαρτωμένοι γύφτοι, τσιγγάνοι, όπως θες να τους πεις. Μιλάμε πολύ χαρτί, από ναρκωτικό και ό,τι άλλο παράνομο φέρνει χρήμα.

Γύφτος είναι και κατεβαίνει από μερσεντάρα, κάπου στην Εκάλη και λέει «Έμαθα ότι πουλάς τη βίλα σου, την αγοράζω..., πόσα θές;».

Να σου πω άλλο στόρυ από πρώτο χέρι. Βιοπαλαιστής τσιγγάνος, ταβερνιάρης εμφανίζεται σε μάντρα και ρωτάει τον μαντρατζή: «Αυτή η πόρσε πόσο πάει;». Μόλις πριν λίγα χρόνια, επί μνημονίου ακόμα, όταν οι τιμές στα αμάξια είναι πια στη ξεφτύλα. «Είκοσι χιλιάρικα» του λέει το μαγαζί. Τα βρήκανε στα 18. Ανοίγει στο τραπέζι ο γύφτος μια... βαλίτσα με 550 χιλιάρικα. Μετράει τα δεκαοκτώ και φεύγει κύριος με το σιδερικό.

Ταβέρνα ο δικός σου, αλλά κι ένα κιλό μαύρο για πλάκα θα πουλάει. Από τα σουβλάκια και τα τζατζήκια δεν βγαίνει τόσο χαρτί.

Διαβαστε ακομα:

ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΨΟΥΜΕ Η ΝΑ ΤΟΝ ΘΑΨΟΥΜΕ