ΚΡΙΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΚΟΜΜΕΝΟ ΕΛΑΤΟ ΤΗΝ ΒΛΕΠΩ

 

Γράφει ο Στήβεν Αβραμίδης

Άσε δε τι είδα φέτος. Πουλάνε δένδρα και με ρίζες. Και πηγαίνει ο άλλος και το αγοράζει, διότι αύριο θα πάει να το φυτέψει. Το κάνει για 20 ημέρες καρνάβαλο, και μετά το επαναφέρει στη γη. Ο Γιακούμπ της φύσης. Πόσο μαλάκας μπορεί κάποιος να είναι και να μην το καταλαβαίνει;

Μου τη σπάνε οι γιορτές. Όχι οι αργίες. Αυτές είναι χρήσιμες, μπας και βρεις τον εαυτό σου μέσω του χόμπυ σου. Στις γιορτές προσποιείσαι. Χαίρεσαι χωρίς λόγο, κι ανέχεσαι όλη την κακόγουστη αισθητική του διπλανού σου. Το Golden Hall που δεσπόζει σαν στατικός Τιτανικός δίπλα στο Υγεία, που κι αυτό φωταγωγημένο είναι για να καλύπτει όσα κρύβει στα σωθικά του. Τα μαγαζιά με ό,τι είναι πεταμένο στο πατάρι. Η βίλα δίπλα στο κοτέτσι, το ένα με πορτοκαλί και το άλλο με άσπρα φωτάκια. Το ένα μόνιμα φωτισμένο και το άλλο να αναβοσβήνει σαν φωτορυθμικό την ώρα που βγάζει τα ρούχα της η καμπαρετζού. Το άσχημο σ’ όλο του το μεγαλείο. Άσχημο είναι βέβαια και πριν τις γιορτές. Αλλά σ’ ενοχλεί μόνο την ημέρα. Τώρα στις γιορτές, ούτε τη νύχτα δεν μπορείς να ξεφέυγεις.

Και το κράτος εδώ. Με τα καρουσέλ του πένθους, το δένδρο που μια χρονιά, μη ξεχνιόμαστε το φυλάγανε τα ΜΑΤ, και τις συναυλίες της ντροπιαστικής ελεημοσύνης. Που απευθύνεται κύρια στους μετανάστες, όπως πλέον κάθε τι δημόσιο, αλλά όσο να’ ναι πια, το ξεροκόμματο το βουτάει κι ο Έλληνας. Αυτός ο άσκεφτος χαβαλές. Που αντί να τα βάλει κάτω και να σχεδιάσει κάτι για τη σωτηρία του, προτιμάει να κάνει τον αμερικάνο, τον οποίο υποτίθεται ότι κοροϊδεύει. Άσε δε που πείθει και τον εαυτό του ότι έχει και χειμώνα. Βαμβάκι άφθονο στο ψεύτικο ντεκόρ. Κι εγώ να κυκλοφορώ ακόμα με ό,τι φόραγα τον Αύγουστο. Τι να κάνω; Δεν συμπεριφέρομαι εθιμοτυπικά. Πάω βάσει κλίματος ή ψυχικής διάθεσης.

Και να ξεχνάει η Ελλάδα την Ακρόπολη της, που λέγεται οικογένεια. Κι ενώ θα μπορούσε να βρει ο καθένας την γαλήνη του μέσα σ’ αυτήν, να επιλέγει κάτι παράταιρο και ξένο με την παλιά ελληνική νοικοκυροσύνη. Οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια τον εαυτό του μπροστά σε μια βιτρίνα καταστολισμένη με αγχολυτικά, σαν δωρεάν προσφορά μαζί με τα δώρα, που αν μπορέσει να τα αγοράσει, θα το κάνει σαν μια απλή υποχρέωση προς τα παιδιά που θέλουν άλλα. Χρόνο και κουβέντα. Τίποτα αυτός. Να αγοράζει για τη ματαιότητα του σαν υπερκαταναλωτής που ήταν, και τώρα είναι μίζερος υποκαταναλωτής των βασικών αναγκών και υποχρεώσεων του.

Κρίμα γι’ αυτόν το λαό που κάποτε ήταν σωστός και μετρημένος. Χάθηκε στις καλένδες των απωθημένων και του άσκοπου. Να του καίνε το δένδρο κι αυτός εκεί. Να το ξανανάψει. Αντί να κάνει συσκότιση και να αποδείξει ότι δεν είναι Οστρογότθος. Κρίμα για ένα λαό που λέει ότι οι γιορτές είναι για τα παιδιά που τα κάνει χωρίς καμιά διάθεση να ασχοληθεί μαζί τους. Διότι τα πάντα οφείλονται στην διάλυση της οικογένειας. Κρίμα για την χώρα. Που την βλέπω κομμένο έλατο. Με ρίζες όμως. Κι αύριο θα τρέξουν όλοι να την ξαναβάλουν στη γη. Στο διάολο. Σας εύχομαι καλά Χριστούγεννα. Και του χρόνου δεν λέω. Για να μην ξαναγίνουν τα ίδια. Όσο ζεις ελπίζεις.