ΣΗΜΑΝΕ Η ΩΡΑ 20 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

 

Ο Αντώνης και η Βίλμα είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν από το Μοσχάτο για την Δημητσάνα, εκεί όπου θα γίνει ο γάμος ξαδέλφης. Το ζευγάρι, παντρεμένοι δέκα χρόνια, είπαν να φύγουν Παρασκευή ενωρίς απογευματάκι γι’ αυτή την τριήμερη σχεδόν έξοδο και Δευτέρα ξημερώματα να επιστρέψουν στον Πειραιά.

Τακτοποιήθηκαν σ ’έναν παραδοσιακό ξενώνα και το βραδάκι βγήκαν έξω με παρέα για φαγητό. Στην ταβέρνα πλησιάζουν χέρι χέρι πιασμένοι άνδρας και γυναίκα, μεσήλικες. Αμέσως τους αναγνώρισε ο Αντώνης. Ο πιο αγαπημένος του καθηγητής στο γυμνάσιο. Ο κύριος Κονταξής, που όλοι τον λάτρευαν, και η κυρία Μάρθα, η σύζυγός του. Ω, η κυρία Μάρθα.

Αμέσως σηκώθηκε από το τραπέζι ο Αντώνης να τους χαιρετήσει. Δεν ήθελε πολύ, ο παλιός μαθητής με την σύζυγό του να φάνε συντροφιά και χωρίς παρεξήγηση να αφήσουν την παρέα της Αθήνας.

Θυμήθηκαν τα παλιά. Τι άλλο; Ο Αντώνης 17χρονος στο σπίτι του καθηγητή να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα για το πανεπιστήμιο και να ’ναι καψουροκτυπημένος με την κυρία Μάρθα, αυτή με τα διπλάσια του χρόνια. Έρωτας ασυνείδητος, εφηβικός, απ’ αυτούς που ποτέ δεν θα εξομολογηθούν.

Καλοσυνάτος άνθρωπος ο καθηγητής, Φαίδων στο όνομα, φανερό ότι τον βάραιναν τα 60 του χρόνια. Είχε πράγματι γεράσει, καμπουριάσει, η φαλάκρα τετραπλασιαστεί, όμως δεν είχε χάσει το γνήσιο κέφι του και την οξύτητα της ευφυΐας του.

Η προσωπικότητα η κυρία Μάρθα. Βορειοελλαδίτισσα, γυναίκα με ακτινοβολία, κάθε κουβέντα της με νόημα, με περιεχόμενο. Όχι περιττά λόγια, ανόητα, ρηχά. Έγραφε επάνω της μία κοτσίδα παχειά, πλεκτή, που ξεκινούσε ελαφρά πλάγια από το κεφάλι της και έφθανε μέχρι το δεξιό στήθος της. Ένα άτομο λαμπερό που φώτιζε στη νύχτα.

Η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά εγκάρδια. Φαίδων και Μάρθα διαμένουν μονίμως στη Δημητσάνα, για την οποία μίλησαν αρκετά, όπως και για τα γύρω χωριά. Από την απρόσμενη γνωριμία γοητεύθηκε και η Βίλμα που για πρώτη φορά συνάντησε το ηλικιωμένο ζευγάρι.

Σε κάποια στιγμή, πως του ’ρθε του Αντώνη, έτσι για να δώσει ένα χρώμα στην κουβέντα, να την ζωηρέψει, έκανε τη μεγάλη αποκάλυψη. Ότι ήταν κρυφοερωτευμένος με την κυρία Μάρθα. Το πήραν για αστείο, όμως όχι και η γυναίκα του καθηγητή, στο πρόσωπο της οποίας για ένα δέκατο του δευτερολέπτου πέρασε κι έφυγε μία σπίθα λύπης, μαζί και πόνου ίσως... Μέσα στη γενική ευθυμία, μόνο ο Αντώνης πρόσεξε την αναλαμπή.

Την άλλη μέρα, μεσημέρι στην αυλή, στρωμένο το τραπέζι στο σπίτι του καθηγητή, του διαρκώς κεφάτου. Βγαίνοντας από την τουαλέτα ο Αντώνης είδε την Μάρθα στην κουζίνα: «Τι ετοιμάζετε; Θα νοιώθω άσχημα αν κάνατε κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα, τα δικά σας...».

Τον κύτταξε εξεταστικά. Άχρωμα, όμως φιλικά. «Θα νοιώσεις άσχημα;... Γιατί μου το έκανες αυτό χθες το βράδυ...». Διέκοψε το σύντομο τετ α τετ τους η φωνή της Βίλμας, από την αυλή.

Ο Αντώνης δεν μπορούσε να βγάλει από τη σκέψη του την κουβέντα της Μάρθας. «Γιατί μου το έκανες αυτό...». Ποιο; Ότι πιτσιρικάς την σκεπτόμουν ερωτικά. Γιατί να της κοστίσει, όμως; Προσπαθούσε να δώσει την ερμηνεία του πράγματος. Δεν βρήκε την εξήγηση.

Η Μάρθα δεν σταμάτησε ποτέ να αγαπάει τον άνδρα της, ακόμα και σήμερα είναι ό,τι πιο ακριβό στη ζωή της. Με τον Φαίδωνα, όμως, ποτέ δεν ένοιωσε ερωτικά, τόσο δυνατά, τόσο συναρπαστικά, όσο θαρρούσε ότι της άξιζε. Αυτό το έλλειμμα της σεξουαλικής ικανοποίησης, σήμερα στα 54 της χρόνια, ήρθε καρφί στη ψυχή με την κουβέντα του παλιού μαθητή του άντρα της.

Ο γάμος της ξαδέλφης έγινε το απογευματάκι της Κυριακής. Θα ακολουθούσε γλέντι. Με τον καθηγητή και την γυναίκα του ο Αντώνης μίλησε τηλεφωνικά. Τους προσκάλεσαν, όποιο σαββατοκύριακο βολεύονται, να τους φιλοξενήσουν στη Δημητσάνα.

Η Μάρθα στην Αθήνα, μόνη, για προσωπικές δουλειές. Τηλεφώνησε στον Αντώνη. Κατέληξαν στο σπίτι της στη Φιλαδέλφεια. Στο ίδιο σπίτι που ο Αντώνης επισκεπτόταν για τα ιδιαίτερα μαθήματα. Εκεί που την έβλεπε και ριγούσε ολόκληρος.

«Πες μου...» τον εκλιπαρεί. «Τι ήμουν εγώ για σένα, τι θα ήθελες από μένα, και μετά από χρόνια να μου τα πεις, θα νοιώσω καλά... Λοιπόν;».

Του κρατάει το χέρι στο σκοτεινό δωμάτιο, καμία απόπειρα να ανοίξει κάποιο παράθυρο. Η γυναίκα, χωρίς να αφήσει το χέρι του, έχει εμβολιαστεί από ένα δαιμονισμό, μία φλυαρία...

«Θυμάμαι μία φορά, που καθόμουν εδώ κι εσύ, το μαθητούδι, μ’ ένα λευκό πουκαμισάκι...».

Της έκλεισε το στόμα με το δικό του, την έσφιξε δυνατά επάνω του.

Λες να ανάβλυζαν βουβοί λυγμοί στην Μάρθα όταν τον ρωτούσε χωρίς να περιμένει απάντηση... «Γιατί; Τι θέλεις από μένα... Πες μου, το Είναι μου όλο θέλει να ακούσει, τι θέλεις...». Μόνη της μουρμούριζε, μονολογούσε, όσο ο άντρας πάλευε με το κορμί της. «Αν μπορούσες, αγόρι μου, να γεμίσεις αυτά τα είκοσι χαμένα χρόνια...».

Τότε, πριν 20 χρόνια, ο Αντώνης δεν ήταν ικανός να δώσει αυτό που είχε ανάγκη η Μάρθα. Σήμερα, άντρας κανονικός, σήμανε η ώρα να γευθεί εκείνη την γυναίκα που είχε ποθήσει και να της χαρίσει το πιο ακριβό δώρο. Ότι δεν πέθανε μέσα της και πάνω της η γυναίκα.


Διαβάστε ακόμα:

ΚΕΡΑΤΩΝΕ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ... ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ!