ΦΥΣΤΙΚΙ ΑΡΑΠΙΚΟ ΣΤΙΣ ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΕΝΩΝ

 

γράφει ο στήβεν αβραμίδης

Κόλυβα. Πρέπει να με συγχωρήσετε, αν δεν πέτυχα την ορθογραφία της λέξης. Ούτε και με ενδιαφέρει αν την γράφω σωστά, αφού ούτε καν μπήκα στον κόπο να την δω ετυμολογικά ή σωστή γραμμένη από κάποιο λεξικό. Η λέξη αυτή, ''κόλυβα'' απλά δεν υπάρχει για μένα. Κι ούτε υπήρξε ποτέ, όταν έθαψα τους γονείς μου, κι όταν ήρθα κοντά στην υποχρεωτική θρησκευτική, δηλαδή δημοσιοϋπαλληλική κατάσταση, που άπαντες πρέπει να συμφωνήσουν.

Εν πάση περιπτώσει, μιλούσα με φίλη θεούσα για το Σάββατο, που θεωρείται το Α' Ψυχοσάββατο. Είναι ένα από κάποια αντίστοιχα Σάββατα, τα αφιερωμένα στις ψυχές, αλλά για κάποιο λόγο, θεωρείται το πιο σοβαρό. Φυσικά η θρήσκα φίλη μου δεν μπορούσε να ταξινομήσει τον λόγο της σοβαρότητας. Το θεώρησα λογικό, αφού στην απόλυτη ελευθερία της μπούρδας που λέγεται ορθοδοξία του Χριστιανισμού, της κλασσικής αίρεσης σε σχέση με την κανονική θρησκεία, ο καθένας μπορεί και να διαλέγει και πότε γιορτάζει.

Η κοπέλλα όμως, επρόκειτο να φτειάξει κόλυβα για το Σάβατο. Και μάλιστα, όντας εντελώς άσχετη με την παρασκευή της συγκεκριμένης συνταγής, εδέχθη και την ειδεχθή παρατήρηση της μητέρας της – από μαντρί κρατάει η δυσειδαιμονία – οτι παρέλειψε ένα υλικό, και συγκεκριμένα το μικρό φυστίκι το αράπικο. Κόλυβο χωρίς τέτοιο υλικό; Μήπως δεν γίνει κόλυβο τελικά, αλλά κόλληβο και παρεξηγηθούν οι ψυχές και δεν το φάνε; Πού να ξέρω; Εδώ δεν ήξερε εκείνη που πιστεύει.

Τι πιστεύει βέβαια, κανείς δεν ξέρει. Κι όταν λέμε κανείς, μιλάμε κύρια και για την ίδια. Να μαγειρεύεις κόλυβα και να μην ξέρεις τα υλικά, για ποιόν λόγο τα κάνεις. Άσε δε, που δεν ήξερε, τι γίνονται αυτά, και μετά την εκκλησία.Τρομερές ερωτήσεις γίνανε και φυσικά απαντήσεις δεν πήραμε, αφού και τα χελιδόνια δεν έχουν έρθει ακόμα. Διότι το σιτάρι, τη σήμερον ημέρα, ποιός άλλος να το φάει;

Όμως η κουβέντα έγινε πολύ έντονη. Αν πάρουν χαμπάρι αυτοί της εκκλησίας, ότι λείπει το αράπικο μικρό φυστίκι, μήπως δεν καλέσουν τις ψυχές και τις αφήσουν εκεί πάνω εκ δεξιών του Πατρός; Οι ψυχές όμως από την άλλη, μήπως θελήσουν να μην καθίσουν ετούτη την μέρα εκ δεξιών και να κατέλθουν στα εγκόσμια και να καταναλώσουν κόλυβα έστω και σκέτα από φυστίκι; Πώς τρώω εγώ και σκέτο από γιουβέτσι. Ψυχή δεν είμαι κι εγώ; Δεν κατάλαβα. Μόνο σε μένα αρέσει το σκέτο; Τι, επειδή ακόμα διαθέτω σώμα; Μήπως γίνει κανάς καυγάς εκεί πάνω, που λείπει αυτό το υλικό;

Προχωρησα όμως, αφού πάντα οι πικάντικες λεποτομέρειες ενδιαφέρουν εμένα και την στήλη. Αγοράζουμε λοιπόν σιτάρι από το σούπερ μάρκετ, και αφού προσθέσουμε και μερικά υλικά, βράζουμε το μείγμα. Του ρίχνουμε ζάχαρη – και πρακτικά ό,τι μπορούμε για να το νοστιμέψουμε, είπα εγώ- και περιμένουμε όλη τη νύχτα, να εξαερισθεί το σιτάρι. Άκλαστο αν πάει στην εκκλησία, πιθανώς να μας κλάσει ο θεοσεβούμενος δημόσιος υπάλληλος με τα μαύρα και τα γένεια.

Εκεί, λοιπόν, γίνεται η λειτουργία της ευλογίας. Τρία χαρτάκια. Ένα για τις ψυχές που μνημονεύονται, άλλο ένα για την υγεία των επιζώντων κι άλλο ένα που δεν έχει ονόματα, αλλά είναι ένα χαρτονόμισμα για την τσέπη του μεσίτη προς τον θεόν, που δεν του φτάνει ο μισθός. Έτσι. Όσα κόλυβα και να πάνε οι πιστοί στας εκκλησίας, μπορεί και να μην προλάβει ο δημόσιος λειτουργός να φέρει εις πέρας τας εργασίας του αν δεν πέσει και το κολυβόσημο και να πάνε τα κόλυβα χαμένα, οι ψυχές νηστικές και πόσα άλλα.

Τα οποία μάλιστα κόλυβα, μετά την ευλογία, κανείς δεν ξέρει τι γίνονται. Πού πάνε; Τα τρώνε οι παπάδες κι είναι όλοι σαν παραγεμιστές γαρδούμπες ή πάνε στα σκουπίδια και τα τρώνε τα σκουλίκια; Εκτός αν πράγματι κατεβαίνουν οι ψυχές και τα τρώνε, αφού εκεί πάνω στον παράδεισο, μάλλον θα τις έχουν ξενηστικώσει για να παραμείνουν καλές Χριστιανές. Τα κόλυβα πάνε στις ψυχές για τις οποίες προοορίζονται τελικά ή οι ψυχές μένουν διψασμένες και καρτερούν εκδίκηση μέσω δευτέρας παρουσίας. Ομολογώ την αδυναμία μου σε απάντηση, ίδια με το οτι οι ψυχές διαθέτουν στόμα και γουστάρουν κόλυβα.

Χώρια που στο τέλος των κολύβων, ναι υπάρχει και τέλος στην ανοησία, ετέθη θέμα από την θεούσα φίλη μου, σε τι σκεύος πρέπει να τα πάμε στην εκκλησία. Σε σακούλα ή σε πορσελάνινο πιάτο; Λογική ερώτηση την οποίαν θα την είχαν και οι ψυχές μαζί με τα χελιδόνια. Δεν θέλω όμως προβληματισμούς. Η εκκλησία μπορεί να σου επιστρέψει τα κόλυβα, ειδικά αν είναι σκέτα από φυστίκι, αλλά το σκεύος θα το κρατήσει. Οι ψυχές μπορεί να θέλουν να τρώνε σε αυτά που αφήσανε οι πιστοί αλλά η εκκλησία θέλει να τρώει αυτά που αφήσανε.

Αυτό ομως το Ψυχοσάββατο θάναι διαφορετικό. Καθότι καλή γκόμενα η θεούσα και την θέλω, λέω να πάω και γω τα κόλυβα μαζί της στην εκκλησία. Να γίνω θρήσκος ρε παιδί μου. Υπερ των ψυχών κι εγώ. Και να φέρω τα υλικά που παρέλειψε. Ένα μικρό φυστίκι Αιγίνης ρε αδερφέ. Να νοστιμέψουμε τα σιτάρια. Να με δει ο παπάς και να με δουν κι οι ψυχές. Να φύγουμε από την παρτούζα ευχαριστημένοι όλοι. Και να αποτινάξουμε όλες εκείνες τις μαλακίες με τον Δία και τους Κομφούκιους και τους Αλλάχ, που δεν είχαν προβλέψει κόλυβα. Ζήτω τα Ψυχοσάββατα, νούμερα.


Διαβάστε ακόμα:

ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΗΤΑΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ