Η ΧΗΡΑ ΘΥΜΗΘΗΚΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ

 

Αληθινή ιστορία με την υπογραφή του αποδυτηριάκια.-

Τηλεφώνησε στην χήρα μόλις έφθασε στην Ελλάδα. Θα την επισκέπτονταν το βράδυ της επόμενης. Έλειπε χρόνια στο εξωτερικό και δεν βίωσε από κοντά την πολύμηνη βασανιστική περιπέτεια της υγείας του φίλου του, ο οποίος τελικά πέθανε πριν από ενάμισυ μήνα.

Το τηλεφώνημα στην 40χρονη ήταν μια έκπληξη. Αμηχανία, αλήθεια γιατί(!), πλημμύρισε και τους δυο, όταν η μαυροντυμένη άνοιξε την πόρτα. Η φιγούρα του έμοιαζε πέτρινη, κέρινη, όμως σε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο αυτός, ο φίλος του μακαρίτη, που είχε να τον συναντήσει κοντά στα πέντε χρόνια, της φάνηκε πιο νεανικός, πιο προσιτός.

Δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα και έπεσε στην αγκαλιά του. Ήταν αυθόρμητο. Χρειαζόταν και τη δική του παρηγοριά. Δεν ήταν ξένος, και γι’ αυτόν είναι απώλεια ο θάνατος του άντρα της. Κουρνιασμένη ανάμεσα στα μπράτσα του 50χρονου η χήρα δεν αργεί να αντιληφθεί ότι η θαλπωρή που της προκαλεί η επαφή με τον επισκέπτη είναι ύπουλη. Αστραπιαία αισθάνεται πια απανωτά ερεθίσματα, μηνύματα από τον εγκέφαλο της.

Είναι ακόμα όρθιοι, ακίνητοι, λες να μη θέλουν να ξεκολλήσουν δυο κορμιά που έγιναν ένα, παρορμητικά και απονήρευτα. Για πρώτη φορά στα χρόνια της γνωριμίας τους έρχονται τόσο κοντά, τόσο ζεστά.

Ο άντρας την κρατά σφιχτά επάνω του, την κοιτάει στα μάτια. Μπερδεμένος, θολωμένος, απροετοίμαστος ότι θα δεχόταν ερεθισμούς με την σωματική επαφή με την γυναίκα του κολλητού του, την οποία ποτέ δεν έτυχε να έχει ούτε φιλική χειραψία. Όλα συντελούνται με ταχύτητα φωτός. Αντιλαμβάνεται ότι το σύννεφο της πένθιμης μελαγχολίας στο πρόσωπο της, μόλις μια στιγμή πριν, αρχίζει να υποχωρεί. Η μυρωδιά της είναι εντολή στο όργανο του που πριν σκληρύνει τόσο όσο να το αισθανθεί εκείνη στην κοιλιά της, ο άντρας την αποχωρίζεται. Απομακρύνεται από κοντά της, βαδίζει προς το σαλόνι.
Δεν μιλάνε. Με την αίσθηση των αδιόρατων και ανεξέλεγκτων ακόμα επιθυμιών που τους πολιορκούν, δεν βάζουν στο στόμα τους λόγια ξένα στην περίσταση. Προτιμούν τη σιωπή, μία πυρετική, ύπουλη σιωπή, συνάμα και συνωμοτική που μόνο σύμμαχος δεν λειτουργεί στην απρόβλεπτη αμηχανία τους.

Της έκανε νόημα να καθίσει δίπλα του, στον καναπέ. Την αγκάλιασε προστατευτικά, φιλικά, άδολα. Εκείνη έγειρε επάνω του, ξαφνικά ήταν ένα λουλούδι ξωτικό που άνοιξε τα πέταλα του, ένα κορμί γυναικείο που ο άνδρας το ένοιωθε τρυφερό, εύθραυστο, ανυπεράσπιστο,αλλά και πλάνο, όχι πλέον βαρύ και πένθιμο, όπως μόλις ενάμισυ λεπτό πριν.

Δεν έχουν καμιά δουλειά τα στόματα, μονάχα τα χέρια, εκείνα του άνδρα, που αργά, έντονα, βολτάρουν στο κορμί της, χωρίς να τα οδηγεί ο ίδιος, αλλά η ίδια η στιγμή των δυο τους. Όταν έβαλε την παλάμη του στο πρόσωπό της η γυναίκα είχε κλείσει τα μάτια. Πρώτα τα χείλη του άνδρα ακούμπησαν το μέτωπό της, μετά τα μάτια της κι όταν έφθασαν στο στόμα της η χήρα θυμήθηκε αυτό που στα δυο χρόνια της περιπέτειας του άντρα της μάλλον είχε λησμονήσει, ότι είναι γυναίκα.

Διαβάστε ακόμα:

ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΑΜΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ