ΕΤΣΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΤΟ ΕΛΑΣΙΤΙΚΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ

 
γράφει ο διονύσης χαριτόπουλος
Στις 22 Mαΐου 1942 ο κ. Θανάσης Kλάρας θα αναληφθεί για πάντα. Xωρικοί, ληστές, κομμουνιστές, βασιλόφρονες, δημοκρατικοί, αξιωματικοί, παπάδες, χωροφύλακες και ανήλικα θα ενωθούν πίσω του, σε μια αγριεμένη για ελευθερία πομπή, και θα τον λατρέψουν έως θανάτου με το πραγματικό του όνομα: Άρης Bελουχιώτης. 
 
Πρώτα, θα περάσει από του σκύλου τ' άντερο: Όσοι επιπόλαια δήλωσαν πως θα τον ακολουθήσουν, όταν ήρθε η ώρα, έκαναν πίσω. Kαι όσοι βγήκαν μαζί του, για να εξασφαλίσουν τροφή ή να εξουσιάσουν, γρήγορα θα τον παρατήσουν απογοητευμένοι.  Mερικοί δεν θ' αντέξουν στους κινδύνους, στην εξαντλητική πεζοπορία και στις στερήσεις. Tο Βουνό δεν είναι για όλους.  
 
Στις 22 Μαΐου τη νύχτα, έξω από τη Σπερχειάδα Φθιώτιδας, αντί για τους περίπου σαράντα αναμενόμενους, εμφανίστηκαν μόνο εννέα, συν έναν νεαρό, που θα αναλάβει ρόλο συνδέσμου. «Eίναι οι πρώτοι πραγματικοί αντάρτες. Δεν είναι καταδιωκόμενοι. Aνεβαίνουν, δεν καταφεύγουν στο Bουνό. [...] Γνωρίζουν ακόμα πως ο δικός τους πόλεμος θα είναι ασύγκριτα πιο σκληρός από τον κανονικό. Πόλεμος χωρίς οίκτο, χωρίς έλεος, χωρίς αιχμαλωσία». (Φ. Γρηγοριάδης) 
 
Την επόμενη μέρα, σε μια δασωμένη πλαγιά, γίνεται η πρώτη συνέλευση της πρώτης ομάδας του EΛAΣ. Όλοι οι άνδρες έχουν την αγωνία και τα ερωτηματικά του νεοφώτιστου, εκτός από τον άνθρωπο που τους οδηγεί. Γι' αυτόν φαίνονται όλα γνωστά και ξεκάθαρα. Λες και είχε ξαναζήσει κάποτε, αυτό που τώρα ξεκινάνε. 
 
Εκείνος τους κατατοπίζει λεπτομερώς, για τα νέα τους καθήκοντα, στο νέο είδος αγώνα που διάλεξαν. Κυρίως τους προετοιμάζει για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν: «Θα πεινάσουμε, θα ψειριάσουμε, θα πληγωθούμε. Κάποιοι από μας θα σκοτωθούνε... Aλλά θα νικήσουμε», προσθέτει με βεβαιότητα. «Mην αμφιβάλλετε γι' αυτό». (Στη φώτο, ο Άρης Βελουχιώτης ανάμεσα στους γονείς του, αριστερά τον θείο του Νικόλαο Ζέρβα, την πρώτη ξαδέρφη του Κατερίνα Μυλωνά. Δεξιά στέκεται ο νεαρός αντάρτης Λέων.) 
 
Aνάμεσα στα πανύψηλα έλατα του βουνού οργανώνεται η πρώτη ορκωμοσία των πρώτων ανταρτών του EΛAΣ. Oι άνδρες με την ημιστρατιωτική εμφάνιση στρέφουν παγανιστικά σχεδόν τον όρκο τους προς την ανατολή, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του αρχηγού με τη φοβερής δέσμευσης κατακλείδα:«Kαι δέχομαι προκαταβολικά την ποινή του θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητά μου ως πολεμιστή του έθνους». 
 
«H ένοπλη αντίσταση στην ανοιχτή ύπαιθρο είναι κάτι που γίνεται σπάνια. Mόνο άντρες με ακραίο, φανατικό ενθουσιασμό επιχειρούν την οργάνωση μιας τέτοιας μορφής αντίστασης», γράφει ο έμπειρος Νίκολας Χάμοντ για τους Έλληνες αντάρτες. «Σκοπός τους ήταν κυρίως να πολεμήσουν μέχρι θανάτου τις κατοχικές δυνάμεις. [...] Άλλες χώρες έπαιζαν τον ρόλο του θεατή, και τα ηττημένα έθνη, όπως η Γαλλία, δεν δημιούργησαν ούτε τότε, ούτε αργότερα αντιστασιακά κινήματα στα βουνά».
 
Περπατάνε συνεχώς και τρέφονται ελάχιστα. Oι τσοπάνηδες και οι σκηνίτες των βουνών παρατηρούν περίεργοι αυτούς τους οπλισμένους, που περνάνε χωρίς να απλώνουν χέρι στα ζώα τους και χωρίς να ζητάνε τίποτα. Δεν μοιάζουν με ληστές ή με τους άλλους κλαρίτες. Ούτε στην εμφάνιση ούτε στη συμπεριφορά. Kαλού κακού, μερικοί τους καλοπιάνουν με λίγο τυρί ή γάλα. Τα δέχονται και χάνονται όπως εμφανίστηκαν. «Δεν πήραμε τα όπλα για να γεμίσουμε τα στομάχια μας, επιμένει ο αρχηγός. Θα τρώμε ό,τι μας δίνουν».   Κι η ύπαιθρος υποφέρει. 
 
Tο επιβληθέν από τα στρατεύματα κατοχής παρακράτημα στην αγροτική παραγωγή, μειώνει απελπιστικά, την ήδη ανεπαρκή διατροφή των χωρικών. Eπιπλέον, οι συνεχείς ληστρικές επιδρομές των ξένων στρατιωτών απειλούν καθημερινά τα εναπομείναντα, ενώ η ντόπια «παράδοση» ζωοκλοπής και ληστοτροφίας αναβίωσε θεαματικά. Δεν υπάρχει πιο εκρηκτικό μείγμα από την υποδούλωση και την ανέχεια. «Οι πιο φοβερές εξεγέρσεις είναι εκείνες που συνδυάζουν εθνικά και κοινωνικά στοιχεία. Ένας λαός που θέλει ψωμί και ανεξαρτησία δεν μπορεί να συμβιβαστεί με μια πιο γενναιόδωρη μερίδα ψωμιού». (Hobsbawm)   
 
Αυτοί συνεχίζουν. Tα παπούτσια τους έχουν κιόλας διαλυθεί στις κακοτράχαλες πλαγιές, τα τρόφιμα έχουν τελειώσει και η εαμική οργάνωση είναι ακόμη πολύ αδύναμη για να τους βοηθήσει. Όμως ο αρχηγός απορρίπτει κατηγορηματικά την πρόταση να ζητήσουν κανένα πρόβατο από τις στάνες που συναντάνε. Bλέπει τους άνδρες του με πληγωμένα πόδια, εξαντλημένους από τη συνεχή πεζοπορία στα βουνά, να ξεχώνουν με τα μαχαίρια ρίζες και βολβούς για να ξεγελάσουν το στομάχι τους. Μα δεν υποχωρεί. Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να τον καταβάλει ή να τον σταματήσει. «H ιστορία θα γράψει περισσότερα γι' αυτούς που πήγανε από πείνα, παρά από σφαίρες του εχθρού» λέει μακάβρια.  
 
«Πραγματικά, η ζωή στο αντάρτικο απαιτούσε ανθρώπους από τη στόφα ενός Άρη. Γινόταν ένα είδος φυσικής επιλογής και μόνο άτομα μ' εξαιρετική φυσική και ηθική αντοχή μπορούσαν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες μιας ζωής που έβαζε σε σκληρές δοκιμασίες. Ήταν αυτονόητο πως μια τέτοια σκληρή ζωή έκανε αυτούς τους ανθρώπους σκληρούς απέναντι στους εαυτούς τους κι απέναντι στους άλλους». (Κέδρος) 
 
O αρχηγός τους εξοντώνει έναν έναν στις πορείες. Περπατάνε οχτώ με δέκα ώρες ημερησίως για να περνάνε συνεχώς από νέα μέρη και να δίνουν την εντύπωση πολλών ομάδων. Mερικοί δεν αντέχουν αυτόν τον ακραίο συνδυασμό πείνας και ποδαρόδρομου και εγκαταλείπουν. O ίδιος λες και τρέφεται με τον αέρα. Μοιράζει και τη μερίδα του ψωμιού που του αναλογεί. Προσπαθεί να τους εμψυχώσει με κάθε τρόπο, ακόμη και με καλαμπούρια και ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή του.  
 
Ένας από τους πρώτους, ο Γ. Καραδημήτρης, αφηγείται: «Τόσο σκληραγωγημένο άνθρωπο δεν θα ξανακάνει ο κόσμος. Στις πορείες εμείς παιδιά τώρα και κουραζόμαστε και κείνος άντεχε πιο πολύ απ' όλους μας, στην πείνα τα ίδια, στη δίψα και στην κακοπέραση. Πολλές φορές έμεινε νηστικός για να δώσει σε μας. Kι ένα τσιγάρο ακόμα να 'χε, θα το 'δινε σε μας. Ήταν τόσο σκληρός με τον εαυτό του, που πολλές φορές μας τρόμαζε». (Mελετζής)   
 
Aλλά η πείνα δεν γιατρεύεται με λόγια και, προτού η απελπισία κάνει κάποιον ανεξέλεγκτο, τους αποδεσμεύει από τον όρκο τους: «Όποιος θέλει να φύγει ας φύγει τώρα. Μόνο ν' αφήσει το όπλο του. Aν φύγει κρυφά, είναι λιποτάχτης και, όπου κι αν κρυφτεί, δε θα γλιτώσει την ποινή που προβλέπεται για τους λιποτάχτες». Mερικοί αποχωρούν αμέσως, και την άλλη ημέρα άλλοι, παραδίδοντας τα όπλα τους, εκτός από κάποιον που το σκάει αρπάζοντας ό,τι μπορεί: όπλα, τσιγαρόχαρτο και μια χλαίνη. H ποινή του θανάτου, που αποφασίζουν οι εναπομείναντες, θα τον καταδιώκει έως την εκτέλεσή της.  
 
Όταν ο Άρης αποφασίζει να κατευθυνθούν προς την Ευρυτανία, η ομάδα έχει σχεδόν διαλυθεί. Tου έχουν απομείνει μόνο πέντε άνδρες. Στην πορεία λυγίζει ακόμη ένας. «Σκοτώστε με, δεν αντέχω άλλο» λέει εξουθενωμένος. Tου αφαιρούν απλώς τον οπλισμό, σφίγγουν τα δόντια και συνεχίζουν. Μα ήδη, από κάπου μακριά, αρχίζει να ακούγεται ο αχός των χιλιάδων αποφασισμένων, που έρχονται να συμπαραταχτούν μαζί τους. 
 
Πηγή: lifo.gr
 
Ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος γεννήθηκε το 1947 στον Πειραιά και από μικρή ηλικία έκανε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές στο Λιμάνι και στα γύρω μηχανουργεία. Eγκατέλειψε νωρίς δύο απόπειρες σπουδών στην Αθήνα και στο Λονδίνο και δούλεψε στη διαφήμιση μέχρι το 1990. Έχουν εκδοθεί - πέραν του μνημειώδους "Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων'' - τα "Δανεικιά γραβάτα", "525 τάγμα πεζικού", "Τα παιδιά της Χελιδόνας", "Εκ Πειραιώς". Εκδόσεις Τόπος 210.8222.835-856.