Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΓΟΡΙ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ...

 

Σήμερα το βράδυ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς γίνεται μια ξεχωριστή εκδήλωση, πιο σωστά να πω μια «γιορτή», για τα 40 χρόνια του συγγραφέας Διονύση Χαριτόπουλου. Η βιολογική ηλικία του έχει πλησιάσει τα 70, όμως τον μετράς στα 40, διότι τόσα είναι τα χρόνια που γράφει. Είναι έρωτας ζωής, είναι ανεξερεύνητο και οριστικά αναπάντητο το ερώτημα γιατί η καύλα, ο οργασμός του γραψίματος σχεδόν ολοκληρώνει υπαρξιακά τον συγγραφέα.

Όχι μεγάλες κουβέντες για την κλάση του Χαριτόπουλου που πριν 15 χρόνια παρουσίασε την ιστορική βιογραφία «Άρης, ο Αρχηγός των Ατάκτων» του Βελουχιώτη. Όποιος διαβάσει τα βιβλία του αιφνιδιάζεται ευχάριστα με την αλήθεια και το ρεαλισμό στο γράψιμό του.

Γέννημα θρέμμα Πειραιώτης που έφερε τον Ολυμπιακό στα μέτρα του δικού του κόσμου, είναι οπαδός όχι «παραδομένος», από πιτσιρικάς βρέθηκε να κάνει χειρωνακτικές δουλειές στο λιμάνι, στα μηχανουργεία της περιοχής. Δεν έβλεπε δρόμο μπροστά όταν ξεκίνησε να σπουδάσει στην Αθήνα και το Λονδίνο και τελικά ασχολήθηκε με τη διαφήμιση πριν ακούσει οριστικά τη «φωνή» μέσα του, να αποσυρθεί στον εαυτό του, να αρχίσει να γράφει δημιουργικά, να πει αυτά που έχει, όχι εκείνα που απευθύνονται σε καταναλωτές προϊόντων της καθημερινότητας.

Με αφορμή την αποψινή εκδήλωση, ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Πειραιώτες» του Διονύση Χαριτόπουλου, έκδοση 2016, Τόπος, τηλ. 210.82.22.835, www.toposbooks.gr

...Δύο είναι οι φυλές του Πειραιά.
Και το αόρατο τείχος που τις χωρίζει ένα σκληρό κι αδιαπέραστο σαν το τείχος του Βερολίνου. Αρχίζει από το πάνω φρύδι του Λιμανιού, τα μηχανουργεία του Αγίου Διονύση, και φτάνει ως τις φάμπρικες γύρω από το γήπεδο Καραϊσκάκη.

Από την αποδώ πλευρά, τη βιτρίνα της πόλης, Πλατεία Κοραή, Δημοτικό Θέατρο, Καστέλα, Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα, άντε και τις δύο νησιωτικές παροικίες, Χατζηκυριάκειο, Καλλίπολη, σε σπίτια κανονικά μέχρι αρχοντόσπιτα, κατοικούν επί το πλείστον πλοιοκτήτες, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιωτικοί, το ανώτερο πλήρωμα των καραβιών, τελωνειακοί, εκτελωνιστές, και την περνάνε από υποφερτά έως ζάχαρη, χάρη στα πλούσια ελέη του Λιμανιού.

Στην αποκεί πλευρά, τον βαθύ Πειραιά, με τις βόρειες συνοικίες πάνω στο Λιμάνι, Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Καμίνια, Ταμπούρια, Αμφιάλη, Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Πέραμα, Αγία Σοφία, Μανιάτικα, τα κανονικά σπίτια είναι μετρημένα. Όλο παράγκες, παραπήγματα, χαμοκέλες, χαμόσπιτα που ανασαίνουν εργάτες και εργάτριες, μικροπωλητές, ναυτεργάτες και χαμάληδες στο Λιμάνι, αλλά και οι μάγκες, τα αλάνια κι οι αϊτονύχηδες της πιάτσας. Γι' αυτό, αν και η Τρούμπα ανήκει πανηγυρικά στον κεντρικό Πειραιά, την κουμαντάρουν και την περιδιαβαίνουν νύχτα μέρα τα αγόρια των συνοικιών, ενώ για τα καλόπαιδα του κέντρου η Τρούμπα είναι περιοχή απαγορευμένη.

Τα αγόρια των καλών περιοχών και οι επισκέπτες της πόλης δεν περνάνε το αόρατο τείχος προς τις συνοικίες, δεν έχουν κανέναν λόγο για μπλεξίματα.

Αλλά έρχονται οι συνοικίες στο κέντρο.

Ιδίως τα Σαββατόβραδα πολλά αγόρια από τις ζόρικες γειτονιές ντύνονται τα καθαρά τους, λαδώνουν το μαλλί και κατηφορίζουν για βόλτα στο λουσάτο Πειραιά, να χαζέψουν φωτισμένες βιτρίνες, περιποιημένα κορίτσια, να δουν νέα έργα στο σινεμά, που δεν παίχτηκαν ακόμα στην περιοχή τους, να πιουν καφέ στα ζαχαροπλαστεία Πασαλιμανιού και πλατείας Κοραή, και με την παρουσία και το τσαμπουκαλεμένο φέρσιμό τους ενοχλούν τα τζιμάνια του κέντρου.

Όμως λίγο πριν τα μεσάνυχτα, που σταματάει η συγκοινωνία για τις συνοικίες, οι επισκέψεις τελειώνουν, οι παρείσακτοι σηκώνονται και φεύγουν βιαστικά να προλάβουν το τελευταίο λεωφορείο. Μόνο μη βρεθεί κανά μαγκάκι πασαλιμανιώτικο να τους φωνάξει το γνωστό:

-Τρέξτε, θα σηκωθεί η γέφυρα.

Το ξύλο που πέφτει δεν το βλέπεις ούτε στα έργα.

Διαβάστε ακόμα:

Προδομένος από τον Θεό