ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΠΟΡΝΗΣ ΚΑΛΛΟΝΗΣ

 

Πουτάνα πολυτελείας, ας την πούμε έτσι, είναι η Θεοδότη. Της υψηλής και της ποιοτικής κοινωνίας πόρνη, που η ίδια δεν θεωρεί πορνεία το ότι δίνεται σε διάφορους άνδρες, αλλά πως επιτελεί λειτούργημά, παρ' ό,τι απαιτεί χρήματα και δώρα. Οι δε επιλογές της είναι μόνο εύποροι, μάλιστα χοντρού επαγγελματικού εισοδήματος.

Και η ίδια η Θεοδότη είναι πλούσια. Και καλλονή, μάλιστα συμφωνούν όποιοι την γνωρίζουν πως είναι περισσότερο όμορφή από τη φήμη της. Να, γιατί το κορίτσι είναι γκόμενα δύσκολη, εκλεκτική και για να βρεθεί με άνδρα, αυτός θα χρειαστεί, πέραν από τα προσόντα του στην... τσέπη, να την δελεάσει ως αρσενικός, να την «κατακτήσει».

Ποια είναι η κουβέντα μας; Σα σήμερα, 469 χρόνια πριν τον Χριστό, γεννήθηκε ένας άνδρας του οποίου η ύπαρξή του, το πέρασμα του από τη ζωή, προσφερόταν να αγιοποιηθεί, να θεοποιηθεί. Ο Σωκράτης. Ο σοφός. Ο μέγιστος των σοφών, ο εκτός συναγωνισμού και γι αυτό το όνομά του απουσιάζει από τη λίστα των Επτά Σοφών της αρχαιότητας. Με την ευκαιρία της επετείου παραθέτω μια φάση στην οικία της Θεοδότης. Είναι αληθινή ιστορία της αρχαίας Αθήνας.

Ένας ζωγράφος πινελιάρει ενώ θαυμάζει τα κάλλη της Θεοδότης. Σύνηθες σκηνικό. Αρκετοί ζωγράφοι ζητάνε από την πουτάνα που δεν αισθάνεται πουτάνα να την ζωγραφίσουν. Όπως διάφοροι παραλήδες, με τρόπους ευγενικούς κι όχι ως ''πελάτες'', ως επισκέπτες πορνείου, επιθυμούν να κερδίσουν την Θεοδότη.

Τέλος πάντων, μην το πολυτραβάμε, κάποια ημέρα βρέθηκε στο σαλόνι της Θεοδότης και ο Σωκράτης, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε διότι τον έπεισε κάποιος, είτε διότι τον προσκάλεσε η ίδια η νεράιδα. Επί της ουσίας. Της λέει ο Σωκράτης:

«Δεν διαψεύδουν τα μάτια μου όλα όσα έχω ακούσει για σένα, Θεοδότη. Είσαι θεογκόμενα, τα θέλγητρά σου με προκαλούν, όμως δεν θα μείνω για πολύ κοντά σου. Είμαι πολυάσχολος, έχω κι αρκετές φίλες που με θέλουν κοντά τους νύχτα - μέρα, διότι χρειάζονται τις συμβουλές μου...».

Έκπληξη στην παρέα! Να μιλήσει έτσι ο ερωτύλος Σωκράτης για την Θεοδότη, την οποία σχεδόν σνομπάρισε. Μπαίνει κατ' ευθείαν στο ψητό ο σοφός και τους βάζει στα δύσκολα:

«Φίλοι μου, σας ερωτώ. Ποιο είναι το σωστό. Εγώ, εμείς, να χρωστάμε ευγνωμοσύνη στην Θεοδότη που θαυμάζουμε το υπέροχο κορμί της ή αυτή οφείλει ευγνωμοσύνη σ' εμάς διότι γνωρίσαμε την ομορφιά της. Σας ερωτώ. Εάν η επίδειξη του ωραίου προσώπου της και των σωματικών προσόντων της είναι γι' αυτήν χρησιμώτερη, τότε η Θεοδότη να μας ευγνωμονεί. Εάν, όμως, η θέαση μιας γοητευτικής κυρίας είναι ωφέλιμη σ' εμάς, τότε πράγματι εμείς πρέπει να την ευχαριστούμε. Ποια είναι η γνώμη σας, λοιπόν.

Σωστά τοποθετεί το ζήτημα ο Σωκράτης, σχολιάζει κάποιος που προσθέτει: «Εάν η κυρία μας κέρδισε με την ομορφιά της, τότε αυτή είναι... κερδισμένη διότι εμείς θα κάνουμε γνωστή σε περισσότερους την ομορφιά της και η Θεοδότη θα αποκομίσει περισσότερα οφέλη. Από την άλλη, αναρωτιέμαι, αν είμαστε πράγματι εμείς οι κερδισμένοι, εμείς που επιθυμούμε να την αγγίξουμε, όμως ερεθισμένοι μόνο από τον πόθο, φεύγουμε απ' αυτήν χωρίς προηγουμένως να ικανοποιηθούμε ερωτικά».

ΘΕΟΔΟΤΗ: Μα τον Δία, αν είναι έτσι, τότε εγώ πρέπει να σας χρωστώ ευγνωμοσύνη για όσα θαυμάζετε επάνω μου.

Ο Σωκράτης αφού είχε μια κουβέντα στο πόδι με την μητέρα της Θεοδότης και μπάνισε στην πολυτελή οικία τις επίσης ελκυστικές υπηρέτριες, σκέτα μανούλια η καθεμία, ρώτησε την πόρνη αν έχει κάποιο...χωράφι.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Όχι, βέβαια! Πώς σου 'ρθε αυτό, Σωκράτη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μήπως, Θεοδότη, ενοικιάζεις κάποιο σπίτι σου.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Ουδέν σπίτι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Είσαι μεγαλομέτοχος βιομηχανίας, Θεοδότη;
ΘΕΟΔΟΤΗ: Ούτε.
ΣΩΚΡΑΤΗ: Πώς, λοιπόν, κερδίζεις, όσα χρειάζεσαι.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Αν κάποιος γίνει φίλος μου και θέλει το καλό μου..., αυτά είναι τα έσοδά μου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μα την Ήρα, Θεοδότη, αντιλαμβάνομαι πως μια γυναίκα σαν εσένα μπορεί να αποκτήσει θαυμάσια περιουσία, πολύ καλύτερα αν διέθετε πρόβατα, γίδια, βόδια. Εσύ εύκολα αποκτάς ένα κοπάδι από φίλους. Αφήνεις, όμως, τη δουλειά στη τύχη της. Αν είχες στόχο να τσιμπήσεις εκείνον που εσύ θα σημάδευες, όχι όποιος στην πέφτει, τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα για εσένα.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Με ποιο τέχνασμα ένας φίλος θα έπεφτε επάνω μου σα μύγα;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Με τρόπο καλύτερο απ' εκείνο της αράχνης θα το κατάφερνες, μα τον Δία, Θεοδότη. Το ξέρεις ότι οι αράχνες αυτό που χρειάζονται για να ζήσουν το εξασφαλίζουν. Υφαίνουν λεπτό ιστό και ό,τι πέσει σ' αυτόν είναι η τροφή τους.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Συμβουλεύεις να υφάνω ιστό για να τυλίξω τα θηράματά μου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται μαστοριά, όπως η αράχνη, έτσι και ο κυνηγός που επιδιώκει ένα μικρής αξίας θήραμα, έναν λαγό, χρησιμοποιεί τεχνάσματα. Αν θέλει λαγούς που βόσκουν τη νύχτα, χρειάζεται σκυλιά κυνηγετικά της νύχτας. Αν οι λαγοί βγαίνουν ημέρα, ο κυνηγός έχει ανάγκη σκυλιά που οσμίζονται το θήραμα μόλις βγει από τη φωλιά του. Αν οι λαγοί τρέχουν πολύ γρήγορα, τα σκυλιά να είναι ταχύποδα. Επειδή, όμως, αγαπητή Θεοδότη, κάποιοι λαγοί διαφεύγουν και από τα ταχύποδα σκυλιά, ο κυνηγός στήνει δίχτυα, παγίδες στα μονοπάτια.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Επιτέλους, Σωκράτη, με ποιο τρόπο εγώ θα κάνω θύμα μου τον άνδρα που θα βάλω στο σημάδι;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μα τον Δία χρειάζεσαι τον κατάλληλο «σκύλο», κάποιον που μετά από αποτελεσματική ανίχνευση θα επισημάνει εκείνους που θα λατρέψουν την ομορφιά σου. Ένας «σκύλος», ένας δικός σου άνθρωπος που γνωρίζει τον τρόπο να ρίξει στα δίχτυα σου εκείνους ακριβώς που θέλεις.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Ποια είναι τα... δίχτυα μου;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Το κορμί σου! Που είναι γεμάτο παγίδες!!! Έχεις το σώμα και εκείνη τη ψυχή που βοηθάει το σκοπό σου... Και με τις ματιές σου θα δίνεις υποσχέσεις σ' αυτόν που καταλαβαίνεις αν νοιάζεται για πάρτη σου. Με το βλέμμα σου να απομακρύνεις εκείνον που ενδιαφέρεται μονάχα για την δική του ευχαρίστηση. Κι αν αυτός που σε ικανοποιεί κάποτε ασθενήσει, εσύ να τον επισκέπτεσαι, να τον φροντίζεις, μ' όλη την καρδιά σου. Φαντάζομαι να ξέρεις να αγαπάς, όχι μόνον παθητικά, όχι μόνον με λόγια, αλλά με πράξεις.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Μα τον Δία, δεν τα είχα σκεφθεί όλα αυτά.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Με ψεύτικη αγάπη, όπως ακόμα και με τη βία, δεν κατακτάς φίλο, ούτε τον κρατάς κοντά σου. Απεναντίας, κι ένα θηρίο θα μείνει μαζί σου και για χρόνο αν του προσφέρεις ευχαρίστηση.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Είναι αλήθεια. Λες αλήθεια.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Πρώτα να ζητάς απ΄εκείνους που ενδιαφέρονται για εσένα τέτοιες χάρες, που έχουν πολύ μικρό κόστος. Κι εσύ να ανταποδίδεις με την ίδια διάθεση. Έτσι οι καλοί φίλοι θα μείνουν καλοί φίλοι και θα σ' αγαπούν μεγαλύτερο διάστημα, και θα σου προσφέρουν τα μέγιστα. Ο καλύτερος τρόπος να δείξεις ότι συμπαθείς κάποιον είναι να του προσφέρεις τότε ακριβώς που το έχει ανάγκη. Αποκρουστικά, Θεοδότη, φαίνονται τα καλύτερα φαγητά όταν τα προσφέρεις πριν έλθει η όρεξη. Όταν τα προσφέρεις σε χορτάτους προκαλούν και βδελυγμία. Απεναντίας, και τα πιο ευτελή φαγητά φαίνονται ευχάριστα στους πεινασμένους.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Πώς να προκαλώ την... πείνα;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μη βγάλεις τίποτα στο τραπέζι, ούτε να ρωτήσεις αν θέλει να γευματίσει κάποιος κορεσμένος. Όταν παρέλθει ο κορεσμός, όταν πλέον αισθανθεί την επιθυμία για συνεύρεση, τότε εσύ του δίνεις να καταλάβει πως πρέπει να συμπεριφέρεται σε εσένα με ευπρέπεια. Και να μη δείχνεις ότι επιθυμείς να τον ευχαριστήσεις. Και μέχρι πάλι να σε επιθυμήσει, εσύ να κρατιέσαι μακριά τους. Λάβε υπ' όψιν ότι τα δώρα όταν προσφέρονται πριν από την επιθυμία τους για εσένα είναι πιο ακριβά από τα δώρα αφού εκείνοι θα έχουν ικανοποιηθεί.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Εσύ, Σωκράτη, γίνεσαι συνεργός στην εξεύρεση φίλων μου;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα το κάνω! Μα τον Δία, εσύ αξίζεις γι' αυτό. Με πείθεις.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Σίγουρα; Πώς μπορώ να σε πείσω, τελικά;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα το σκεφθείς. Αν με χρειάζεσαι, θα βρεις τον τρόπο να με καταφέρεις.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Να έρχεσαι συχνά στη βίλα μου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Το είπα. Δεν είναι εύκολο να βρω ελεύθερο χρόνο. Έχω πολλά στο κεφάλι μου. Υποθέσεις προσωπικές, δημόσιες. Κι έχω αρκετές φίλες, φίλους, που δεν μ' αφήνουν μέρα, νύχτα, διότι τους διδάσκω λόγια σαγηνευτικά να λένε, για να τους αγαπούν. Για ποιο λόγο θαρρείς ότι δεν φεύγουν από κοντά μου αυτός ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης; Γιατί έχουν γίνει της προσκολλήσεως ο Μάκης από τη Θήβα και ο Σάκης από το Άργος; Για να μαθαίνουν από μένα τρόπους που να κάνουν τους άλλους να τους αγαπούν. Χωρίς μαγικά λόγια, χωρίς μαγικούς τροχούς (σ.σ.Την σουσουράδα, το γνωστό πουλί, το δένανε σε τροχό, με την περιστροφή του οποίου έβγαινε μαγική φωνή, που μάγευε τους ανθρώπους).
ΘΕΟΔΟΤΗ: Γύρισε, λοιπόν, τον τροχό για να σ' έχω πρώτα εσένα κοντά μου, Σωκράτη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δεν θέλω να με μαγεύεις εσύ, αλλά να έρχεσαι σε μένα διότι με γουστάρεις.
ΘΕΟΔΟΤΗ: Σύμφωνοι. Θα έλθω σε σένα, αρκεί να με δέχεσαι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σε δέχομαι, εκτός εάν μέσα μου βρίσκεται κάποια άλλη που αγαπώ περισσότερο.

Διαβάστε ακόμα:

ΑΠΟ ΜΙΑ ΦΤΩΧΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ