ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΒΕΓΓΟ ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ...

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Το καλοκαίρι του 1995, ανακοινώθηκε ότι ο Θανάσης Βέγγος θα πατούσε για πρώτη φορά στην ορχήστρα του αργολικού θεάτρου. Φρόντισα να προμηθευθώ εισιτήρια την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας τους. Υπήρχε μία αίσθηση στην ατμόσφαιρα που δεν μπορούσα εκείνη την στιγμή να εξηγήσω. Δεν ήταν το αριστοφανικό έργο, ούτε η απόδοση του  Μάτεσι, ούτε η διδασκαλία του Γιώργου Μιχαηλίδη. 
 
Ήταν κάτι διαφορετικό. Σαν κάποιο χρέος να είχα να εξοφλήσω, ένα φόρο τιμής που έπρεπε να καταβάλω πριν να είναι πια πολύ αργά. Είχα ζήσει το τελευταίο χειροκρότημα στον Μινωτή το καλοκαίρι του '89. Αισθανόμουν ότι κάτι παρόμοιο θα ζούσαμε το βράδυ της 8ης Ιουλίου 1995, αλλά τίποτε δεν μπορούσε εκείνη την στιγμή να με προετοιμάσει γι' αυτό που επρόκειτο να συμβεί. 
 
Το ίδιο ακριβώς αισθανόταν και το μέγα πλήθος που συνέρρευσε εκείνο το βράδυ στο αργολικό θέατρο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε τον όγκο των πιστών που πλημμύρισαν τις κερκίδες στο αντίο του Μινωτή, ούτε ήταν η λαοθάλασσα των 45.000 αφιονισμένων θεατών που κατέκλυσαν την αργολική πεδιάδα δύο χρόνια αργότερα, στην αναβίωση της θρυλικής παράστασης των Ορνίθων από το Θέατρο Τέχνης με τον Καρακατσάνη "Πεισθέταιρο". Όμως, αυτή η περίεργη αίσθηση ήταν συνεχώς παρούσα. Όλοι όσοι είχαμε πάει εκεί, νιώθαμε το ίδιο ακριβώς.
 
Από την αρχή της παράστασης η αίσθηση έγινε βεβαιότητα. Μία ανυπομονησία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.  Ήταν πλέον φανερό: όλοι περίμεναν το τελευταίο χειροκρότημα. Σαν να ήταν σχεδιασμένο από πριν, συμφωνημένο απ' ολους μας. Βοήθησε σε αυτό και η ίδια η παράσταση. Άνευρη, άσχετη, άμουση, ανέμπνευστη, κουραστική.
 
Βοήθησε και ο καιρός: Ασταμάτητο ψιλόβροχο και κρύο από την αρχή μέχρι το τέλος. Βοήθησε και ο Βέγγος: Φανερά τρακαρισμένος, έξω από τα νερά του, χωρίς την απαιτούμενη οικειότητα με τα αριστοφανικά σκώμματα, θαρρείς πως περίμενε με φόβο την ώρα που θα υποκλιθεί μπροστά στο κοινό του. Το ίδιο κοινό που μεγάλωσε με τις ταινίες του και τώρα περίμενε να τον ανταμοίψει για όσα είχε μέχρι τότε προσφέρει. Και ο φόβος του μεγάλωσε όταν κάποια στιγμή είπε εμβόλιμα, αλλά απολύτως θεμιτά μέσα στο κείμενο του Αριστοφάνη, το δικό του "καλοί μου άνθρωποι" και σείστηκε το θέατρο. Ήταν πλέον φανερό ότι και ο ίδιος αισθανόταν τι επρόκειτο να συμβεί.
 
Και έφθασε εκείνη η ώρα. Ο Βέγγος δεν είχε τη δύναμη να προχωρήσει μέχρι το βωμό και να υποκλιθεί. Ο Μιχαηλίδης και ο Χατζησάββας σχεδόν τον έσυραν και τον εξέθεσαν ενώπιον μας.

Και έγινε το ανεπανάληπτο. Με σεισμική ένταση ξέσπασε ένα χειροκρότημα που όμοιο του δεν έχει ξανακουστεί στην αργολική πεδιάδα. Εκείνος, μη μπορώντας πια να συγκρατήσει τα δάκρυα του, αναλύθηκε σε λυγμούς που μεταδόθηκαν στο κοίλο σαν ηλεκτρική εκκένωση. Με δάκρυα στα μάτια προσφέραμε στον καλό μας άνθρωπο όση αγάπη μπορούσαμε να του ανταποδώσουμε από αυτήν που απλόχερα για δεκαετίες μας είχε προσφέρει. Και εκείνος με το ένα χέρι στην καρδιά και με το άλλο να μας χαιρετά, έκλαιγε ασταμάτητα.

Ο Χρηστίδης και ο ο Γεωργουσόπουλος έγραψαν ότι ούτε η Κάλλας στην «Μήδεια» δεν γνώρισε τέτοιο ancore. Ο Θανάσης Βέγγος ήταν αυτός που αξιώθηκε ως Τρυγαίος στην αριστοφανική "Ειρήνη" το MEΓΑΛΥΤΕΡΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.

Διαβαστε ακομα:

ΑΠΟ ΤΑ ΕΓΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΤΟΥ...