Η ΨΑΡΟΣΟΥΠΑ ΔΕΝΕΙ ΜΕ ΜΑΓΙΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΙ ΕΥΧΕΣ ΜΥΣΤΙΚΕΣ...

 

γράφει ο φωστήρας

Το Σάββατο πρωί κατηφόρισα στην ψαραγορά, στα Χαυτεία. Κάθε αρχές Οκτώβρη,  που οι τράτες βγάζουν τις μεγαλύτερες ψαριές της χρονιάς, κάνω πολύ χάζι να περιδιαβαίνω στη Βαρβάκειο. Και φέτος έχει πολύ ψάρι. Βγήκαν οι τράτες σ’ όλες τις σκάλες της Ελλάδας φορτωμένες την ψαριά του Σίμωνα του Πέτρου με τον Ιησού στη λίμνη της Γεννησαρέτ.

Πήρα έναν μπακαλιάρο (ΤΟ πρώτο ψάρι για ψαρόσουπα), πιασμένο στ’ ανοιχτά της Κύμης αξημέρωτα, με το αίμα στα βράγχια ακόμα να στάζει  και μία σκορπίνα για το ζουμί της. Μ’ όσα θα’ δινα για ενάμισυ κιλό κιλότο μοσχαρίσιο. Πήρα και το σέλινο, τα καρότα, τα κρεμμύδια, τα λεμόνια, τα κολοκυθάκια και το φρέσκο το σκορδάκι και τα πήγα στην μόνη την αρμόδια για την περίσταση: την μυτιληνιά γυναίκα μου.

Οι αυθεντίες πρέπει να αναγνωρίζονται: η ψαρόσουπα της δεν περιγράφεται. Και ούτε αντιγράφεται. Και δεν ομιλώ μόνο για το τελικό αποτέλεσμα, αλλά για όλη την ιεροτελεστία της προετοιμασίας. Χρόνια μαγειρεύω και το απολαμβάνω, αλλά σε κάποια πιάτα (ας πούμε: γεμιστά αμπελόφυλλα, λαχανοντολμάδες, στιφάδο, χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα) ξέρω τη θέση μου. Εκείνη, ασφαλώς, έχει το γενικό πρόσταγμα και εγώ εκτελώ τις εντολές της. Η συμμετοχή μου είναι βοηθητική και μόνο: καθαρίζω τα κρεμμύδια, τις πατάτες και τα κολοκύθια, στύβω τα λεμόνια. Η εποπτεία είναι όλη δική της.

Ο έλεγχος στο ψάρι, η προσοχή στο αλάτι, η αναλογία στο ρύζι, η επιστασία στη βράση. Όλα με το μάτι και την εμπειρία πολλών γενεών να της μιλάει στ’ αυτί. Ενδιάμεσα την χαζεύω καθώς ετοιμάζει την μαγιονέζα. Μιλάμε τώρα για μαγιονέζα σπιτική, να την κόβεις με το μαχαίρι. Κι έπειτα έρχεται η ώρα για το αυγολέμονο. Και η μαγική στιγμή της σύμβρασης. Όπου με ξόρκια άγνωστα, ευχές μυστικές και μάγια ανείπωτα δένει η ψαρόσουπα.

Παράλληλα, στρώνω το τραπέζι και ετοιμάζω τα σαλατικά. Σ’ ένα πιάτο τα ζαρζαβάτια με φρεσκοτριμμένο πιπέρι. Σ’ ένα άλλο πιάτο τα παντζάρια με ψιλοκομμένο σκόρδο. Τραβάει πολύ φρέσκο σκόρδο το ψάρι. Και σ’ ένα άλλο οι ελιές. Μ’ αρέσουν του Βόλου οι ξιδάτες, που πάνε με το τσίπουρο. Και στην κατάψυξη το αγίασμα σ’ οκάδες.

Απολαμβάνω να κάθομαι πρώτος στο μεσημεριανό τραπέζι και να ξεκινώ με το πρώτο εικοσπενταράκι. Εννοώ να μην τρώω ποτέ μόνος μου τα μεσημέρια. Όσο τα δύο μου αγόρια θα μένουν μαζί μας στο σπίτι, πάντα θα κάθονται αντίκρυ μου την ώρα του φαγητού. Μαζί με την μητέρα τους. Είναι οι άγιες εκείνες ώρες που καταλαβαίνεις την σημασία της έννοιας «σύντροφος».

Κι έρχεται η γαβάθα με την σούπα στο τραπέζι. Ο μικρός μου γιος παραπονέθηκε για το λεμόνι. Είχε πέσει λίγο παραπάνω. Ο μεγάλος μου γιος έλεγε για το πρωτάθλημα μπάσκετ που ξεκίνησε στην ΕΣΚΑ και τον πρώτο αγώνα που κέρδισε ο Αίολος. Κάποια στιγμή η γυναίκα μου θυμήθηκε την πρώτη ψαρόσουπα που μου έφτιαξε η μητέρα της, τότε που πρωτοπήγα στην Μυτιλήνη, με το κεφάλι και την ουρά από ένα μαγιάτικο πιο μεγάλο κι απ’ αυτό που έφαγε τον προφήτη Ιωνά.

Πράγματα απλά, καθημερινά. Άκουγα το γέλιο τους και χαμογελούσα αμίλητος. Κάτι πλανιόταν πάνωθέ μας την ώρα εκείνη. Έμοιαζε πολύ με ευτυχία. 

Διαβαστε ακομα:

ΜΕΓΑΛΩΣΕ ΣΤΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΗΣ