ΣΗΚΩΝΕΙ ΤΑ ΠΟΔΙΑ Η ΠΑΡΘΕΝΑ ΣΤΟΝ... ΑΣΚΗΜΑΝΤΡΑ

 

Το κορίτσι είναι σκέτος πειρασμός. Την θέλω σαν τρελός. Δεν περνάει ημέρα χωρίς να την σκέπτομαι. Πώς θα την κατακτήσω; Να την κάνω δική μου. Δεν μου αρκεί να την φαντασιώνομαι μονάχα. Με τη σκέψη ότι της κρατάω το χέρι σε μια ερημιά ρομαντική, ότι την φέρνω στην αγκαλιά μου κάτω από το φως του μισοφέγγαρου, και αρχίζω και την γδύνω, να γεύομαι τη δροσιά της και τους χυμούς της.

Η Ελλάδα κατακτήθηκε από τους γαμιάδες της ή όπως η Κύπρος πήγε μόνη της και ξάπλωσε, αφού προηγουμένως πέταξε όλα της τα ρούχα. Αν έχει αξία το ερώτημα να δώσουμε την εύκολη απάντηση.

Ποιος είναι, ρε, ο σαγηνευτής! Ο ανώτερος του Δον Ζουάν και του Καζανόβα.Των μεγαλύτερων καρδιοκατακτητών. Των άνευ ανταγωνισμού παικταράδων της αποπλάνησης που μπροστά τους δεν πιάνει μία κανένας. Είναι ο μάγος! Ο μέγας εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών, που λέει και ο ποιητής. Πλησιάζει το κρεβάτι και επιτόπου κάνει τη δουλειά γιατί τον περιμένει με σηκωμένα τα πόδια η κόρη.

Παιχνίδι στημένο. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να μου παραδοθεί η Ελλάδα. Όπως και η Κύπρος. Στον επιβήτορα ηλικίας αιώνων, ας είναι αυτός άσχημος. Αποκρουστικός. Αηδιαστικός. Κάπως καλύτερος από τον Κουασιμόδο. Το μοιραίο θα επέλθει. Με λευκό σεντόνι της αγνότητας τυλιγμένη η παρθένα προσπαθεί να πείσει ότι είναι υπέρ της ειρήνης και της δημοκρατίας, της ισότητας και του αφοπλισμού, με το σοσιαλισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους γάμους των gay και τους πρόσφυγες.

Την έχω στο σημάδι 50 χρόνια την κυρία και για να την καταφέρω να αρχίσω να την φλερτάρω. Σε παρακαλώ. Άλλο είναι το κόλπο. Θα την φέρω σε τέτοια κατάσταση που η ίδια να με παρακαλάει να την πάρω.

Έτσι που λες, μαστοράκο. Με τα χρόνια και τους καιρούς άλλαξε η κουλτούρα της κατάκτησης. Μπουκάρεις στα χωράφια του αλλουνού δίχως στρατά, τανκ και πυραύλους. Δεν είναι ανάγκη να τον απειλείς με το εξάσφαιρο για να τον υποχρεώσεις να ξεβρακωθεί. Τα βγάζει μόνος του τα ρούχα ο άλλος και παίρνει την κατάλληλη στάση πριν τον πλησιάσω.


Διαβάστε ακόμα:

ΤΟ ΚΟΠΡΟΣΚΥΛΟ ΠΑΡΕΣΥΡΕ ΤΗΝ ΑΛΕΠΟΥ