ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΕΧΡΙΤΗ

 

Λεχρίτης. Τι ζωγραφίζει μέσα σου αυτή η λέξη, αυτός ο χαρακτηρισμός; Μην ανοίξουμε λεξικά, ούτε να ψάξουμε την ετυμολογία της λέξεως. Και να βρεθεί η ρίζα της λέξεως ''λεχρίτης'', η καταγωγή της, δεν κάνεις τίποτα. Επειδή στην πορεία των αιώνων το νόημα κάποιων λέξεων αλλάζει, διαφοροποιείται μέχρι που γίνεται άσχετο με 'ο,τι αρχικά, παλαιότερα σήμαινε. Άλλο πράμα, δηλαδή, λέγανε πριν εκατό ή χίλια χρόνια όταν αποκαλούσαν κάποιον λεχρίτη ή λέχριο, κι άλλο να εννοούν σήμερα.

Σήμερα βρίζεις «λεχρίτη» το ρεμάλι του κερατά. Τον άχρηστο, που δεν αξίζει να τον έχεις φίλο, συνέταιρο, συγγενή, γείτονα, οτιδήποτε. Πρέπει να ‘ναι και πολύ ξεφτυλισμένος ο άντρας για να τον αποκαλέσεις λεχρίτη. Δεν μιλάμε για γυναίκες. Η λέξη λεχρίτης φοριέται μόνο στους άντρες. Επειδή τα πολύ παλιά χρόνια από τον άντρα περίμενες την μπέσα, την αξία, τη βοήθεια, το κάτι τις. Όταν, όμως, ο άλλος είναι ο τίποτας, ο εντελώς τιποτένιος, αυτός που γεννήθηκε μόνο για ζημιά, μόνο για να σου κάνει τράκα, και δεν του χαρίζεις ούτε καλημέρα… ε, αυτός είναι ο λεχρίτης. Και είπαμε, ο λεχριτισμός, ως φιλοσοφία ζωής, ως πρακτική ζωής, δεν αφορά τα θηλυκά. Μόνον τους άνδρες.

Σήμερα ο αποδυτηριάκιας θα κάνει μια μίνι – αποκάλυψη. Ο πρώτος σύλλογος…, λέγεται, δεν είναι διασταυρωμένο…, που έγινε στην ελεύθερη Ελλάδα ήταν των «Λεχριτών». Φοβερά πράγματα. Ήταν το 1824, δηλαδή ακόμα δεν είχαν φύγει από την Ελλάδα οι Τούρκοι, και στην Αθήνα συνεστήθη σωματείον με την επωνομασία ''Των Λεχριτών''. Και μετά από δέκα περίπου χρόνια ίδιο σωματείο δημιουργήθηκε και στην Θεσσαλονίκη, το οποίο μάλιστα απ’ ό,τι είχα ακούσει μόλις πριν λίγα χρόνια…, δεν ξέρω για σήμερα…, ήταν πολυάριθμο και σε δράση, αφού κάθε χρόνο γιόρταζε. Μια στιγμή.

Οι Λεχρίτες της Ελλάδος, λέω γι’ αυτούς του σωματείου των Λεχριτών, δεν ντρέπονται που είναι λεχρίτες, εννοώ ότι γι’ αυτούς η έννοια λεχρίτης είναι ολότελα διαφορετική απ’ αυτή που είχε προσλάβει ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός. Οι Λεχρίτες της Ελλάδος, οι του σωματείου, νοιώθουν ότι κρατούν την παράδοση σύμφωνα με την οποία ο λεχρίτης είναι αυτός που του γουστάρει η αντροπαρέα, η διασκέδαση, το ποτό, ο χορός, το τραγούδι. Γι’ αυτό και η Ημέρα των λεχριτών είναι του Ασώτου Υιού. Οι άνθρωποι είναι με τον Άσωτο, τον γνωστό Άσωτο της χριστιανικής θρησκείας και της Βίβλου. Με τον πιτσιρικά, τον μικρότερο γιό ενός άρχοντα, που ζήτησε από τον πατέρα του ό,τι του ανήκει, και αφού τα πήρε, την κοπάνησε και όπου πήγε τα ‘φαγε όλα, στις πουτάνες και στα μπαρμπούτια.

Αυτός είναι ο Άσωτος Υιός. Αυτόν γουστάρουν οι Έλληνες λεχρίτες. Τον άσωτο, όχι τον σωτήρη. Αυτόν που δεν θέλει να σωθεί, αυτόν που θέλει να… σώσει άλλον. Ο άσωτος θα σκορπίσει την πατρική, την οικογενειακή περιουσία. Με ασωτίες, με καταχρήσεις, όχι με μπίζνες, όχι με επενδύσεις. Να πα’ να γαμηθεί η δουλειά, η ζωή δεν είναι για να δουλεύουμε, αλλά να τρώμε ό,τι έχουμε στην άκρη. Κι άμα τα ξεσκίσουμε όλα, κι άμα δεν μας μείνει ούτε φράγκο στην τσέπη, τότε…, ε, τότε θα πούμε Έχει ο Θεός… Κι αν έχει ο πατέρας μας, θα χοροπηδήσει αυτός από τη χαρά του αν επιστρέψουμε στο σπίτι και του πούμε του μαλάκα ότι μέχρι εδώ ήταν η άσωτη ζωή, διότι στην τσέπη μας δεν υπάρχει φράγκο. Τεζάραμε, πατερούλη.

Κανονικά αυτό το σεντόνι έπρεπε να το γράψω την περασμένη Κυριακή, που ήταν του Ασώτου Υιού, του ινδάλματος των λεχριτών. Ο λεχριτισμός, όμως, είτε μ’ αυτήν, είτε μ’ άλλην, με οποιαδήποτε έννοια, είναι διαχρονικός. Παντοτινός. Αιώνιος. Και το φαινόμενο του λεχριτισμού, με την καλή ή την κακή έννοια, επιμένω, με την παραξηγημένη ή όχι ερμηνεία, προηγείται της Ιστορίας των θρησκειών. Γεννήθηκε πριν κατασκευαστούν οι θρησκείες, πριν οργανωθούν οι εκκλησίες. Λοιπόν.

Σοβαρότατοι άνθρωποι, οικογενειάρχες είναι οι Έλληνες που έχουν ασπασθεί τη φιλοσοφία του λεχριτισμού και συμμετέχουν στο σωματείο τους, το οποίο όπως όλα λειτουργεί κανονικά, έχει διοίκηση, κάνει εκλογές κι έχει τις παρατάξεις του. Τις λεχρίτικες παρατάξεις. Όπως ακριβώς σ’ ένα κόμμα, σε μια ομάδα, σε μια ομοσπονδία την προεδρία τη διεκδικούν οι εσωκομματικοί αντίπαλοι. Το μόνο που αποκλείεται στο σωματείο των λεχριτών είναι η γυναίκα. Όταν λειτουργούν το λεχριτισμό δεν έχουν καμία δουλειά με τις γυναίκες τους. Οι λεχρίτες θα μαζευτούν στο ταβερνείο με τις κιθάρες τους, χωρίς τις γυναίκες τους, να το ρίξουν έξω, να κάνουν την πλάκα τους και να πούνε τα αστεία τους με γλώσσα λεχρίτικη, δηλαδή τολμηρή μέχρι βωμολοχίας.

Μια παρένθεση πριν μπούμε στο ψητό. Μια παρένθεση που επιβεβαιώνει ότι οι λεχρίτες έχουν κώδικα. Οι γυναίκες τους γίνονται δεκτές στην παρέα τους μόνο μια φορά το χρόνο, κάθε τσικνοπέμπτη, όμως ουδείς λεχρίτης μπορεί να εμφανισθεί στο γλέντι με γκόμενα! Αν έχει γυναίκα δίπλα του, αυτή θα ‘ναι η σύζυγός του. Είναι η λεχρίτικη ηθική.

Αφήνουμε στην άκρη τους λεχρίτες και το κατά Αποδυτηριάκια ευαγγέλιο και ανοίγουμε το κατά Λουκά. Στο story του Ασώτου Υιού. Και επειδή θα μιλήσει ο αποδυτηριάκιας δεν θα κριθεί μόνον ο άσωτος, ο λεχρίτης, ο ανεπρόκοπος, ο μπουρδελιάρης, αλλά θα κρίνουμε και τον πατέρα του και στο πρόσωπο του πατέρα θα κρίνουμε και τον Θεό. Όχι ακριβώς τον Θεό, αλλά το πώς βλέπουν, το πώς θέλουν τον Θεό οι μη άσωτοι, οι μη λεχρίτες. Φοβερά πράγματα.

Ο δευτερότοκος, λοιπόν, ο μικρότερος από τους δυο γιούς λέει μια μέρα στον μπαμπά: ''Δώσε μου το μερίδιό μου, αυτό που μου ανήκει, διότι θα φύγω από το σπίτι και μη με ρωτάς πού θα πάω και τι θα τα κάνω τα λεφτά''. Μια τέτοια εξήγηση, εκείνους τους βιβλικούς εβραϊκούς χρόνους, ένα σήμαινε. Ο γιός στα ίσα δείχνει ασέβεια στον πατέρα του, τον αρχηγό της οικογένειας, κι όχι απλά τον γράφει στα παπάρια του, αλλά μέχρι που δεν θα τον ήθελε να ζει, μέχρι που θα επιθυμούσε να τον σκοτώσει τον πατέρα του. Λέμε τώρα το στόρυ, το οποίο κατά τη θρησκεία εκφράζει το μεγαλείο του Θεού και την αξία της συγχώρεσης.

Λοιπόν. Δεν ζήτησε ο τσόγλανος ο γιός, ο μετέπειτα χαρακτηρισθείς άσωτος, το μερίδιό του για να κάνει μια δική του μπίζνα, κάτι διαφορετικό από την οικογενειακή επιχείρηση. Όχι τέτοιο πράμα. Δεν είπε στον πατέρα του ότι θέλω να ασχοληθώ με τούτο και το άλλο ή σκέπτομαι να ρίξω τα λεφτά από το μερίδιο μου σ’ εκείνο και το άλλο. Όχι τέτοια πράγματα. Το παλληκάρι ήθελε να ξεκόψει από την οικογένεια, δεν κρατιόταν με τίποτα από την επιθυμία του να ανεξαρτητοποιηθεί, γι’ αυτό άρπαξε τα πακέτα, καβάλησε το καγιέν και την κοπάνησε κατ’ ευθείαν για άλλες πολιτείες, μάλλον για όπου τον έβγαζε ο δρόμος. Δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό. Είπαμε, κοπρίτης είναι, χαμένο κορμί, ένας λεχρίτης.

Ο πρωτότοκος, ο μεγάλος γιός, κάθησε δίπλα στον πατέρα του, πιστό σκυλί, σύμφωνα με τις επιταγές της εβραϊκής φυλής. Πέρασαν κάποια χρόνια και μια ωραία πρωϊα ένας μάλλον ζητιάνος όπως έδειχνε, ένας φουκαράς, εμφανίστηκε στο κτήμα. Ήταν ο άσωτος γιός. Τρελάθηκε από την χαρά του ο πατέρας του. Όχι μόνον τον καλοδέχθηκε, αλλά έδωσε εντολή στους υπηρέτες να σφάξουν το σιτευτό μοσχάρι και να ετοιμάσουν γιορτή για την επιστροφή του ασώτου. Χαμένος, σου λέει ο πατέρας, ήταν ο γιός μου και βρέθηκε. Πεθαμένος και αναστήθηκε.

Τι πλάκα είναι αυτή, διαμαρτυρήθηκε ο μεγάλος αδελφός, ο σεμνός και εργατικός. Εγώ γαμιέμαι στη δουλειά από το πρωϊ μέχρι το βράδυ και ο πατέρας μου δεν έσφαξε για πάρτη μου, μόνο για μένα, ούτε ένα κατσίκι. Και για τον τεμπελχανά τον αδελφό μου, που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την πατρική περιουσία, τον μόσχο τον σιτευτό! Μεγάλη τιμή αυτή τότε να σφαχτεί το ζώο που σιτιζόταν ακόμα από τα βυζιά της μάνας του. Μιλάμε για το μοσχαράκι, όχι για κανένα γουρουνάκι, που για τους εβραίους ήταν ακάθαρτο ζώο, με κρέας που δεν επιτρεπόταν να το τρως.

Μια ακόμα παρένθεση. Ο Γιώργος Παρασκευάς είχε σταματήσει στην παραβολή του Ασώτου Υιού και είχε γράψει πολλά πράγματα σχετικά. Όπως και ο αποδυτηριάκιας στο παρελθόν την έχει πέσει στον Άσωτο και έχει υποστηρίξει ότι ο Χριστός την έφτιαξε αυτή την παραβολή και της είχε ξεχωριστή αδυναμία διότι και ο ίδιος ο Ιησούς είχε ένσημα άσωτου. Έτσι λέω εγώ. Δεν μπορείς να διδάσκεις κάτι και να βάζεις τη βούλα σου στους αιώνες των αιώνων αν προηγουμένως δεν βιώσεις προσωπικά τη συγκεκριμένη κατάσταση. Έτσι είναι. Θα βγεις να μου μιλήσεις ως προφήτης ή άγιος π.χ. για τον τζόγο ή το χασίσι χωρίς εσύ να τα έχεις γνωρίσει προηγουμένως; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Και σωστά πράγματα να πεις δεν έχουν την αξία τους, αν δεν είσαι παθών εσύ ο ίδιος. Επί του θέματος.

Ο πρωτότοκος αδελφός, λέει ο αποδυτηριάκιας, δεν τα είχε με τον αδελφό του, αλλά με τον πατέρα του. Για σιγά, ρε, φάδερ. Αντί να το τιμωρήσεις το κωλόπαιδο, αντί να του κλείσεις κατάμουτρα την πόρτα, εσύ τον καλοδέχεσαι με γαλιφιές και από πάνω το γιορτάζεις. Όχι, λέει ο πατέρας στον πρωτότοκο, δεν έχεις δίκηο. Ο γιόκας μου μετανόησε. Ο αδερφούλης σου ξαναμπήκε στον ίσιο δρόμο. Είπαμε. Άλλος ο Παρασκευάς, άλλος ο αποδυτηριάκιας. Δηλαδή;

Ποια μετανόηση; Δεν υπάρχει τέτοιο πράμα. Αποδυτηριάκιας μιλάει. Μετανοεί αυτός που πραγματικά αντιλαμβάνεται το λάθος του, αναγνωρίζει τη μαλακία που έκανε, κυρίως σε βάρος του εαυτού του. Ο άσωτος δεν μετανόησε. Ο άσωτος όταν μπατήρισε εντελώς, όταν δεν είχε ούτε τσιγάρο να καπνίσει, τότε επέστρεψε σπίτι του. Τότε θυμήθηκε ότι είχε οικογένεια. Δέχομαι να πω ότι πράγματι μετάνοιωσε ο άσωτος όταν επέστρεφε πριν τα φάει όλα μέχρι τελευταίας δραχμής. Η με το κεφάλαιο που έφυγε από το σπίτι του άνοιξε ένα μαγαζί, αυγάτισε τα λεφτά του και κονομημένος πια, αλλά μετανοιωμένος, πήρε το δρόμο της επιστροφής, για να πει τα ευχάριστα στους γονείς του και τον αδελφό του. Ότι ναι μεν σας έδειξα κάποτε την πλάτη, αλλά ποτέ μου δεν σας ξέχασα, πάντα σας είχα στην καρδιά μου.

Άσωτος την κοπάνησε ο τσόγλανος, άσωτος επέστρεψε. Και με τρύπιες κάλτσες.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ 2009

Διαβάστε ακόμα:

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΗΣ ΜΙΖΑΣ