ΜΕ ΤΟ ΔΕΟΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ...

 
Στις 11 Δεκεμβρίου 2012 σιώπησε το σιτάρ του Ινδού - μουσικού μέχρι την τελευταία μέρα της 92χρονης ζωής του- Ravi Shankar. Τρεις μέρες μετά έγραψε στον ''ΦΙΛΑΘΛΟ'' το In Memoriam άρθρο του ο Ηλίας Μπαζίνας προς τον οπόιον ο Φωστήρας είχε αποστείλει το ακόλουθο:
Ο Φωστήρας προς τον Ηλία Μπαζίνα

"Ξέρετε, η Ισπανία είναι η αγαπημένη της χώρα. (σημ. εδώ ομιλώ για την σύζυγο μου). Η αισθητική και το άρωμα των πόλεων και των χωριών της, οι επιδόσεις της και η πρωτοπορία της στις εικαστικές τέχνες, το φλογερό ερωτικό πάθος της που κρύβεται στον φανατικό, μέχρι παροξυσμού, καθολικισμό της, και βέβαια η μουσική της, την συγκινούν βαθιά. Στα νιάτα της έπαιξε έξι χρόνια κλασική κιθάρα και μαγεύτηκε από το φλαμέγκο. Και είναι πάντα έτοιμη για ένα ταξίδι στην Ιβηρική. (Παλιά πηγαίναμε συχνά. Τώρα έχουμε να πάμε τρία χρόνια. Τα πράγματα ζορίσανε).

 Αυτό που γράψατε χθές για τα δάκτυλα του Σανκάρ, το ένιωσα την πρώτη φορά που άκουσα στον Λυκαβηττό τον Paco de Lucia να παίζει κιθάρα. Μαζί με το δέος που νιώθει ο μαθητής μπροστά σε έναν ΑΠΟΛΥΤΩΣ κορυφαίο δάσκαλο. (Από καθαρά τεχνικής άποψης, ο Paco έκανε πράγματα που δεν γίνονται).

Είδα ζωντανή και την απόδειξη του ορφικού μύθου, όταν 2.000 νέα παιδιά άφησαν μαγνητισμένοι τα καθίσματα τους και έγιναν ένα κουβάρι γύρω από τα πόδια του μάγου για να βρεθούν όσο πιο κοντά του γίνεται. Και κοντά τρείς ώρες να κάθονται ο ένας πάνω στον άλλο ακίνητοι, σαν μαγεμένοι. Και έγιναν πολλά μαγικά πράγματα εκείνο το καλοκαιριάτικο βράδυ στο θέατρο του Λυκαβηττού. Είδα τους ανεμόμυλους της Μάντσα να γυρίζουν τα πανιά τους στον πυρωμένο αέρα της ισπανικής σπέπας, είδα τη σκιά του αλλοπαρμένου Αλόνσο Κιχάνο να περνάει καβάλα στον Ροσινάντε και άκουσα το σφύριγμα του Σάντσο στο πλάι του, άκουσα τις κλαγγές των σπαθιών από το ατσάλι του Τολέδο και τις οπλές από ανδαλουσιάνικα άλογα να τρέχουν στον άνεμο, μύρισα τον ιδρώτα του έρωτα και του θανάτου στο μπούστο της κοπέλας που βαριανασαίνει με σκυμένο το κεφάλι μπροστά στον καμπαλέρο που είναι έτοιμος να σκοτώσει και να σκοτωθεί για ένα της βλέμμα και ένιωσα την καυτή ανάσα ενός Μιούρα στο πρόσωπο μου, μεγάλου σαν τον Καθεδρικό της Σεβίλλης.

Παρένθεση: Πάνω στον Λυκαβηττό είχαμε μαζευτεί τότε όλοι οι ζηλωτές. Παιδιά που παίζαμε κιθάρα. Ξέραμε τι ακούγαμε. Κάτι που δεν θα μπορούσα να πω για την συναυλία του Σανκάρ, που είχε πάει να ακούσει στο Ηρώδειο η ξαδέλφη μου. Μου είπε ότι, όταν κάθησε στη σκηνή στην στάση του λωτού και ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το σιτάρ του, το κοινό ξέσπασε σε θυελλώδη χειροκροτήματα, που διακόπηκαν μόνο όταν ένας Ινδός πήρε το μικρόφωνο και με σπασμένα ελληνικά ζήτησε να γίνει ησυχία γιατί ο δάσκαλος προσπαθούσε να κουρδίσει το όργανο.

Δεν είχα πάει στον Σανκάρ. Η μουσική του σιτάρ δεν μπόρεσε να μιλήσει στην καρδιά μου. Ο ήχος του μοιάζει ξεκούρδιστος. Κάπου υπάρχει ένα μήνυμα που δεν κατάφερα να διαβάσω. Ενώ τα πρώτα ακόρντα από τη κιθάρα του Paco, κουρδισμένη σε μι, είναι πάντα εκεί, έτοιμα να με ταξιδέψουν καβάλα στην μοτοσυκλέτα μου στο ατέλειωτο ταξίδι μέσα στην καυτή ισπανική στέπα, από την Καστίγια μέχρι την Ανδαλουσία."

 

Στην φώτο ο Ραβι Σανκάρ με τον κιθαρίστα των Μπήτλς Τζώρτζ Χάρισον

Διαβαστε ακομα:

 

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΙ... ΕΜΠΟΡΙΚΗ