ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ ΔΕΝ ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΟΥΝ ΠΙΣΩ, ΠΟΤΕ!

 

Μια φορά κι έναν καιρό μια νυχτερίδα, ένας γλάρος και ένας βάτος είπαν ότι για να κονομήσουν θα έπρεπε να ασχοληθούν με το εμπόριο. Κι έφτιαξαν μια εταιρεία.
Η νυχτερίδα έβαλε ενέχυρο μια καλύβα που εκεί κοιμόντουσαν την ημέρα αυτή και το σόι της και πήρε ένα δάνειο από τοκογλύφο. Ήταν το κεφάλαιο κίνησης της εταιρείας τους. Ο γλάρος, ποιος ξέρει από πού, έφερε κιλίμια και μπακίρια. Και το βάτο, δηλαδή ο θάμνος με αγκάθια, στο ρεφενέ κουβάλησε ρούχα και κουβέρτες.

Μπήκαν σ' ένα καϊκάκι τα τρία συνεταιράκια, φόρτωσαν την πραμάτεια τους και αμολύθηκαν στα ανοιχτά του πελάγου. Μετά από τρεις ώρες, τους βαράει η θύελλα και το ιστιοφόρο τουμπάρισε, όλα χάθηκαν, εκτός από τους τρεις συντρόφους που στάθηκαν τυχεροί, γλύτωσαν και καβατζάρησαν σε μια κοντινή στεριά.

Από τότε, λένε, γι' αυτό ο γλάρος πετάει συνέχεια δίπλα στις ακρογιαλιές, πολύ κοντά στο κύμα, μήπως η θάλασσα κάπου ξεβράσει τα χάλκινα σκεύη. Η δε νυχτερίδα, για να μην την τρακάρουν οι τοκογλύφοι δεν εμφανίζεται την ημέρα. Τέλος, το βάτο πιάνεται από τα ρούχα των περαστικών μήπως αναγνωρίσει τα δικά του που πάντα θα ψάχνει.

Η παραμυθένια ιστοριούλα είναι αισώπεια. Ένας από τους πολλούς μύθους του λαϊκού φιλόσοφου, του Αισώπου και το νόημα είναι πως ο άνθρωπος δεν λησμονεί αυτά που είχε, πως βασανίζεται γι' αυτά που έχασε.

Το μέγιστο αντιδίδαγμα στον τζόγο. Δηλαδή; Ξέχνα τα χαμένα. Πάνε αυτά. Τα έπαιξες και τα έχασες. Δεν θα τα ξαναπάρεις πίσω. Ποτέ. Μην τα κυνηγάς. Αν κερδίσεις την επόμενη φορά, τις επόμενες φορές, θα είναι άλλα λεφτά, όχι τα χαμένα σου.

Άρα δεν μπαίνεις “χαμένος” στο παιχνίδι. Δεν έχεις... προηγούμενα ούτε με τον τζόγο, ούτε μ' άλλον παίκτη, ούτε με τον εαυτό σου.

Διαβαστε ακομα:

ΣΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΧΙΤΛΕΡΙΚΟΣ ΦΑΣΙΣΜΟΣ