ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΔΙΚΗΘΕΙ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ...

 

Αυτή τη νύχτα το Είναι της, το κορμί της και η ψυχή της, της είπαν πολύ έντονα πως ήταν πανέτοιμη να τα παίξει όλα. Ναι, ήρθε η στιγμή να ξεπεράσει κάθε δισταγμό και να του δοθεί. Δεν χρειαζόταν να περιμένει άλλο, το σχέδιό της θα εφαρμοστεί οπωσδήποτε και ο θεός βοηθός.

Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη, θαύμασε τις καμπύλες της, ένοιωθε σιγουριά, ισορροπία μέσα της κι ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ακραίας αυτοπεποίθησης.

Είναι η μόνη στρήπερ που αρνήθηκε να σηκώσει τα πόδια της στο περιβόητο αφεντικό Μάκο. Είχε εμφανιστεί πριν από ένα μήνα η Έλσα, νοσοκόμα στο επάγγελμα, και ζήτησε δουλειά, να κάνει στρηπτηζ. Εντυπωσίασε. Δέκα χρόνια έκανε χορό, αυτή και η αδελφή της, η άτυχη Ευαγγελία, που εκείνη στο ίδιο μαγαζί του Μάκου δούλευε στη μπάρα, στρηπτήζ με το ψευδώνυμο Λίλα.

Αιχμάλωτη του Μάκου η Ευαγγελία, διπλή ζωή. Από τη μία η κανονική με την οικογένειά της, τον φίλο της, ένα εξαιρετικό παιδί, τον Δημήτρη. Από την άλλη ερωμένη, μία από τις ερωμένες του μαφιόζου Μάκου και δοσμένη στην ηρωίνη. Πήγε από υπερβολική δόση.

Πλησίασε τη μπάρα η Έλσα και την αγκάλιασε φιλήδονα, αμέσως η σεξουαλικότητά της μεταδόθηκε σκέτο ηλεκτρικό ρεύμα σε κάθε άνδρα στη σάλα. Κι αυτή, έριξε τη ματιά της στον Μάκο, για πρώτη φορά γεμάτη νόημα και πρόκληση. Τι να σημαίνει αυτό; Με τη συμπεριφορά της μπερδεύτηκε ο άνδρας, όμως χωρίς να αφήσει να φανεί τίποτα στη φάτσα του.

Ένα μήνα την πρεσάρει κι αυτή του αντιστέκεται. Αν δεν την είχε ανάγκη θα την είχε στείλει απ' εκεί που ήρθε, από πού, ούτε και την ρώτησε. Είναι πράγματι η καλύτερη χορεύτρια. Μαζεύει στα μπούτια της τα περισσότερα χαρτονομίσματα από τους πελάτες.

Ούτε 40 χρονών ο Μάκος, κλασική φάτσα γκάγκστερ, παγωμένη. Μάτια που παίζουν δεξιά, αριστερά, ως συνήθως, χωρίς ποτέ να κουνάει το κεφάλι. Καπνίζει. Ανέκφραστος πάντα. Απόψε η δύσκολη Έλσα είναι αλλαγμένη, δεν κάνει λάθος, σα να του λέει ότι χορεύει για πάρτη του.

Η Έλσα συνεχίζει το παιχνίδι της. Κατεβαίνει από την πίστα και πλησιάζει το τραπέζι του, του προτείνει το μηρό της, λες ότι είναι πελάτης, που θα της “φορέσει” ένα χαρτονόμισμα στην καλτσοδέτα. Πάλι καμία συγκίνηση ο Μάκος, ούτε υποψία σύσπασης στο πρόσωπό του.

Αυτή, χωρίς να χάσει το θεατρικό ενθουσιασμό της, βολτάρει ανάμεσα στα άλλα τραπέζια και επανέρχεται στη σκηνή. Είναι σε έξαψη, την έχει καταλάβει ένας διονυσιασμός, τα λευκά της στήθη με τις ρυθμικές κινήσεις τους φανερώνουν την υπερέντασή της. Πυροβολεί συνεχώς τον Μάκο με λάγνες ματιές, ενώ οι παλάμες της παίζουν ερεθιστικά ολόγυρα από τα απόκρυφά της, στους γοφούς της.

Πλησιάζει ξανά τον Μάκο και λικνίζεται μπροστά του. Η στάση της είναι ανεξήγητη, τελικά ο άντρας χώνει στην καλτσοδέτα της το κλειδί του δωματίου του, στο ξενοδοχείο που μόνιμα διαμένει. Η Έλσα με χαμόγελο θριαμβευτικό και μια ξαφνική, γεμάτη χάρη κίνηση, που έβγαζε επιθετικά τη θηλυκότητά της, ρίχνει σχεδόν επιδεικτικά το κλειδί στο ποτό του. Προσβλητικό.

Μήπως το παρατραβάει η Έλσα. Το ρισκάρει. Μήπως ο Μάκος, όπως θα ήθελε να τον “κερδίσει” με τον τρόπο που είχε σχεδιάσει, τελικά της γυρίσει οριστικά την πλάτη του.

“Κορίτσι μου, το παρατραβάς, παίζεις με τη φωτιά...” την συμβουλεύει πατρικά ένα ηλικιωμένο γκαρσόνι που την επισκέφθηκε στο καμαρίνι της, μισό λεπτό μετά το νούμερό της. Να, και ο Μάκος. Ο γέρος σερβιτόρος αδειάζει τη γωνιά. Το αφεντικό κλείνει την πόρτα και την πλησιάζει. Αυτή, τον αγνοεί, λες δεν υπάρχει στα δύο μέτρα της. Λύνει το στηθόδεσμό της και απελευθερώνει τα ζεστά και αφράτα στήθη της, που ακόμα κυμματίζουν, στήθη με ρώγες φράουλες τραγανές.

Η Έλσα σνιφάρει μια γραμμή κόκας. Το κάνει κι αυτό. Να του δείξει ότι έχει τις αδυναμίες της. Ότι είναι τρωτή.

“Παίζεις μαζί μου;...” την ρωτάει αυστηρά, ανακριτικά.
-Δεν νομίζω..., του απαντάει αμέσως αδιάφορα.
Την πιάνει σφικτά με τα δυο του χέρια, την ακινητοποιεί. “Το ξέρεις ότι σε θέλω...”.

Το κορίτσι έχει απόλυτο έλεγχο στο θέατρο που παίζει. Είναι η πρωταγωνίστρια στη δική της παράσταση. Χωρίς να τον κυττάει, του λέει με σβησμένη φωνή...
-Κι εγώ σε θέλω, όμως όχι όπως εσύ..., όχι όπως τις άλλες...

Πήγαν στο ξενοδοχείο, στο δωμάτιό του. Προπονημένη άριστα η Έλσα, κέρδισε οριστικά την παρτίδα. Ο Μάκος εκείνη τη νύχτα βίωσε το τι μπορεί να κάνει με άντρα μια αληθινή Εύα του Παραδείσου και της Κολάσεως. Έγιναν ζευγάρι. Η αδελφή της αδικοχαμένης Ευαγγελίας, που την είχε ρίξει στη σκόνη για να την έχει του χεριού του ο Μάκος, μπήκε στην καθημερινότητα του μαφιόζου. Έγινε κομμάτι της ζωής του.

Ό,τι ενοχοποιούσε τον Μάκο τα είπε στον Δημήτρη, τον σύντροφο της μακαρίτισσας αδελφής της, κι αυτός ενημέρωσε την ασφάλεια. Η τιμωρία του Μάκου, η εκδίκηση της Έλσας συνετελέσθη. Δεν αισθανόταν λερωμένη που κυλίστηκε στο κρεβάτι μ' έναν που τον μισούσε, και τον συχαινόνταν. Δεν γινόνταν διαφορετικά, πως αλλοιώς θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη του, θα μάθαινε όσα χρειαζόταν προκειμένου να φάει την ποινή που του άξιζε.

“Νοιώθω ενοχές...” είπε στον Δημήτρη η Έλσα. “Νοιώθω ότι μπορούσα να γλυτώσω την αδελφή μου, αλλά δεν το έκανα, άργησα να πάρω είδηση τι της συνέβαινε... Το ότι έβαλα στη φυλακή το κάθαρμα, ότι τον κατέστρεψα οικονομικά, όπως τόσο το ήθελα, δεν ισιώνει τη συνείδησή μου για την απώλεια της Ευαγγελίας...”.

Μετά από ένα μήνα, ο Δημήτρης της τηλεφώνησε. Βγήκαν για φαγητό. Υπήρχε μια χημεία μεταξύ τους. Όταν έφυγαν από την ταβέρνα, οι δυο τους μια αγκαλιά, φιλική και ερωτική, τους ένωσε μέχρι το γάμο τους.

Διαβάστε ακόμα:

Εκλεψε τον έρωτα της παρθένας η Ελλάδα