ΡΟΚΑΔΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΝΤΑΒΑΤΖΗΔΕΣ

 

Κάποιοι επιχειρηματίες, εναλλακτικοί λέει, έχουν και διαχειρίζονται κάποια μπαράκια, κάποιες μουσικές σκηνές ή κάποια λαϊβάδικα, και συμπεριφέρονται στους νέους καλλιτέχνες και στα γκρουπάκια σα να είναι τα τελευταία τσόλια. Και μιλάμε για επιχειρηματίες, όχι της νύχτας τους λαϊκούς, που δεν μπορείς να επικοινωνήσεις παρά μόνο αν μιλάς αλαμπουρνέζικα, αλλά για πρώην ροκάδες που υποτίθεται ότι γουστάρουν την όλη φάση με τα γκρουπ και το ρoκ.

Ξέρω πολλά τέτοια παιδιά, και πολλά τέτοια συγκροτήματα που υποφέρουν για να κάνουν κάποια live. Τους συμπεριφέρονται λες και απέναντι τους έχουν σκουπίδια. Δεν τους προσφέρουν τίποτα άλλο, παρά μόνο τον άθλιο πολλές φορές χώρο τους. Ούτε αφισοκόλληση, ούτε promotion, ούτε μία δωρεάν πρόσκληση… , τίποτα! Και από πάνω τους ζητάνε να εξασφαλίσουν ότι θα φέρουν τουλάχιστον 100 άτομα. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που μου είπε ένας φίλος ντράμερ.

«Πριν από κάποια χρόνια μας ήταν αδιανόητο να πάμε να ζητήσουμε να παίξουμε χωρίς να τους δώσουμε το demo μας, για να μας απαντήσουν. Τώρα μας λένε φέρτε πάνω από 70 – 80 άτομα και παίξτε ό,τι θέλετε… Ούτε που τους νοιάζει πια η μουσική!».

Και μιλάμε για χώρους γνωστούς που πάνε και παίζουν και μεγάλα ονόματα. Δεν μιλάμε για απομακρυσμένες αποθήκες και εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Τα προβλήματα, λοιπόν, που έχουν οι νέοι καλλιτέχνες και ιδιαίτερα τα γκρουπ είναι μεγάλα. Εξαναγκάζουν τα συγκροτήματα να φέρουν τη σίγουρη ''πελατεία'', να πληρώσουν όλοι είσοδο 12 ευρώ και για αμοιβή της μπάντας ούτε λόγος. Ίσως, στο τέλος τους πετάξουν κανένα ψίχουλο και μοιραστούν από 30-40 ευρώ ο καθένας.

Όλα αυτά, όπως καταλαβαίνετε, διότι δεν υπάρχουν κατάλληλες σάλες όπου κάποια παιδιά θα δείξουν την δουλειά τους αξιοπρεπώς. Πρέπει να ξεφτιλιστούν για να παίξουν, ακόμα και παιδιά χαρισματικά, με ταλέντο. Συνθέτες, στιχουργοί, ερμηνευτές, και μουσικοί ακόμα. Στο φινάλε τέτοια μικρά και άγνωστα συγκροτήματα είναι που δίνουν ζωή σε πολλά από τα παραδοσιακά λαϊβάδικα της πόλης τις καθημερινές, να ακούγεται και ένα νέος, αυθεντικός ήχος έξω απ” αυτά που μας σερβίρουν τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις.

Έχω ένα φίλο που κοντεύει τα τριάντα και όταν τον πήρα τηλέφωνο, να του πω για το κομμάτι που γράφω, μου μίλησε έξω απ’ τα δόντια: «Παίζω εδώ και δέκα χρόνια και μπορώ να σου πω ότι τις περισσότερες ήταν χωρίς λεφτά. Ειδικά τα τελευταία χρόνια πολλοί απ’ αυτούς που έχουν τους χώρους, και εκμεταλλεύονται όλα τα πιτσιρίκια, δεν σε πληρώνουν ούτε καν κάποιες βραδιές που έχεις κουβαλήσει τον κόσμο σου και έχει πληρώσει κανονικά είσοδο».
Αν καθίσουμε να το ψάξουμε περισσότερο, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι όλοι αυτοί οι επιχειρηματίες- οι πρώην ροκάδες- και δήθεν λάτρεις της μουσικής, σαμποτάρουν τα νέα παιδιά που από έφηβοι φτιάχνουν συγκροτήματα και παίζουν ζωντανά τις μουσικές που γράφουν ή που γουστάρουν. Και καλά τα πιτσιρίκια που θέλουν να κάνουν το κέφι τους και δεν νοιάζονται για αμοιβές κ.τ.λ. Οι άλλοι, που θέλουν να γίνουν επαγγελματίες είναι το θέμα.

Η πιθανότητα, λοιπόν, για να παίξεις live σε ένα αξιοπρεπή χώρο, είναι να έχεις δημόσιες σχέσεις, να κουβαλάς κοινό, να χειρίζεσαι τα social media ή να ανήκεις σε κάποια ... κομματική φοιτητική παράταξη. Παίζει κι αυτό.

Βέβαια, αν ρωτήσεις τους μαγαζάτορες, θα πουν τα δικά τους. Ότι δεν βγαίνουν οικονομικά, ότι ο κόσμος είναι λίγος, ότι όλοι περνάνε τη νύχτα τους μ' ένα ποτό μόνο, μπλα μπλα μπλα. Οκ δεκτά όλα αυτά στην περίπτωση που η είσοδος είναι ελεύθερη. Όταν, όμως, δεν περνάς την ''πόρτα'' χωρίς ''εισιτήριο'', τότε οφείλεις να δώσεις τίποτα ψιλά στο γκρουπ. Γιατί αυτοί σου έφεραν τον κόσμο.

Και για να τελειώνουμε, όπως λένε οι αμερικάνοι It takes two to tango. Φταίνε οι ''επιχειρηματίες'' της νύχτας, αλλά φταίμε και εμείς, το κοινό, που από την μια παραπονιόμαστε για την σαβούρα που μας πλασάρουν κι’ από την άλλη δεν πηγαίνουμε στα live νέων παιδιών. Τους αντιμετωπίζουμε επιφυλακτικά, κάποιες φορές απαξιωτικά.

Το κείμενο είναι από το blog του ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗ www.nikosonline.gr

Διαβάστε ακόμα:

Η τραγική ιστορία του «Πίου»