ΒΡΗΚΕ ΛΙΜΑΝΙ ΣΤΟ ΣΕΞ ΧΩΡΙΣ ΜΠΟΦΩΡ ΜΑΖΥ ΤΗΣ

 

Είναι μόνοι τους. Για πρώτη φορά, στο καναπέ του σαλονιού του. Η καθυστερημένη πνευματικά 25χρονη πάντα με το κεφάλι σκυφτό, ένα μικρό χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στο στόμα. “Ναι...” απαντάει όπως και “Όχι...”, δυσκολεύεται να φτιάξει μια πρόταση, όπως και να αντιληφθεί αμέσως τι λέει ο άλλος. Είναι όμορφη, μια καθαρή, αγνή, αμεταχείριστη ομορφιά στο πρόσωπο, μια λευκότητα στην επιδερμίδα και μια μυρουδιά λουλουδιού και φρούτου. Της πιάνει το χέρι ο Γκίκας, η προβληματική κοπέλλα κοκκινίζει, η χειρονομία του άνδρα την κάνει τρισευτυχισμένη.

- Μαρίνα, ξέρεις γιατί σου έπιασα το χέρι;

“Όχι...”.

- Επειδή θέλω να σου πιάσω το χέρι..., κι αυτό μ' αρέσει. Εσένα;

“Ναι...”.

Της χαϊδεύει τα μαλλιά, κατάμαυρα, πυκνά, γεμάτα υγεία και γυαλάδα.

- Σ' αρέσει;

“Η μαμά μου είπε να κάνω ό,τι θέλεις..., εσύ ξέρεις, εγώ δεν ξέρω...”.

Της χάιδεψε το μάγουλο.

-Μαρίνα, δεν ήταν ωραίο αυτό που είπες... Θέλω να κάνεις μόνο ό,τι αρέσει σ' εσένα..., κατάλαβες;..., όχι επειδή στο ζήτησε η Υβόνη..., όπως εγώ, φιλώ το χέρι σου, γιατί το θέλω εγώ...

Ένα μικρό ψέμα της είπε. Ότι αυτός επιθυμούσε να βρεθούν μαζί, άνδρας και γυναίκα, κανονική γυναίκα, όχι μια ζαβή, και σε αθεράπευτο βαθμό δυσλεξική, όπως εκείνη. Μια κοπέλλα που η ζωή της όλη εξαρτάται αποκλειστικά από την μάνα της, γιατί χωρίς αυτήν είναι αδύνατη η δική της επιβίωση.

Η 45χρονη μητέρα της είπε ότι έχει κι αυτή το δικαίωμα να γνωρίσει τη χαρά του έρωτα. Την ηδονή της επαφής με άνδρα. Και γι' αυτό αποδέχθηκε την πρόταση του γείτονα να την γνωρίσει. Οι τρεις τους βγήκαν σε ταβέρνα και μετά η Υβόνη δασκάλεψε την κόρη της πως να φερθεί όταν οι δυο τους μείνουν μόνοι. Ό, τι κι αν της κάνει ο Γκίκας αυτή να το δεχθεί, να μην αντισταθεί.

“Θέλει εμένα αυτός που έχει τόσες;...» απόρησε στη μητέρα της.

- Για σκέψου! Ένας άνδρας που έχει πάει με πολλές γυναίκες θέλει και εσένα..., κατάλαβες;

Σε βλέπει σαν και τις άλλες, επειδή δεν έχεις να ζηλέψεις τίποτα, επειδή μπορείς να τον ικανοποιήσεις, να το ευχαριστηθείς κι εσύ.

***

- Μαρίνα, να σε φιλήσω...;

“Ναι...”.

- Το θέλεις, όπως εγώ...;

“Ναι...”.

Έφερε τα χείλη του πρώτα στα μάτια της, μετά αργά, απαλά στα χείλη της και το χέρι του δειλά, ανιχνευτικά πλησίασε στο στήθος της. Απίστευτο. Δεν τον ξεγελάει το σουτιέν της, στήθος πλούσιο, όμως τόσο στητό, και χυμώδες. Την σήκωσε όρθια και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Μαγεία. Μαγική επαφή. Πρωτόγνωρη γι' αυτόν. Ένοιωσε νάνος ή γίγαντας που για πρώτη φορά στη ζωή του δοκίμασε παπούτσι να ταιριάζει με τη μία στο πόδι του.
Για μια περίπου ώρα της μιλούσε για διάφορα θέματα. Κι εκείνη όλο και αισθανόταν περισσότερο απελευθερωμένη, μάλιστα άρχισε να τον κυττάζει κατάματα. Μετά από δύο ώρες την οδήγησε στο σπίτι της, ούτε δέκα μέτρα απόσταση από το δικό του.

Η Υβόνη με την αγωνία να την έχει κάνει κομμάτια, τι να συνέβαινε στις δύο ώρες που ήταν οι δυο τους, μήπως στράβωσε κάτι, άνοιξε την πόρτα και μισόκλεισε τα μάτια από ένα κύμα ανακούφισης όταν διάβασε το πρόσωπο της κόρης της. Όλα είχαν πάει καλά, την αγκάλιασε.

-Θες να κοιμηθείς ή θα μου πεις κάτι..., πώς τα πέρασες.

Η ευτυχία δεν κρυβόταν από την Μαρίνα. Η μάνα έκανε το σταυρό της. “Λοιπόν; Μίλησέ μου, κόρη μου...”.

Το κορίτσι τα είπε όλα. Με κάθε λεπτομέρεια. Ότι ο γείτονας ήταν πολύ καλός μαζί της, της είπε όμορφα λόγια, της έπιασε το χέρι, ακόμα με πήρε και στην αγκαλιά του... “Και μετά;...”.
Μια βαθειά απογοήτευση κατέλαβε την μάνα, μια δυστυχία που άρχισε να την παραλύει όταν πληροφορήθηκε από την κόρη ότι δεν υπήρξε... “μετά”. Κι όμως, μετά το ''ραντεβού'' με τον γείτονα η Μαρίνα επέστρεψε άλλος άνθρωπος! Της είπε ότι θα βγει για λίγο, να πέσει να κοιμηθεί η κοπέλλα. Η Υβόνη δεν κρατιόταν. Ήθελε να μάθει και απ' αυτόν τι έγινε. Του τηλεφώνησε απ' έξω. “Μπορώ να σε δω;”. Της απάντησε ευγενικά, με κατανόηση για την αγωνία της ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, κι αυτό έφερε την ανησυχία της μάνας στο κόκκινο. Επέμενε να τον δει, στο σπίτι του, εκεί θα μπορούσαν να τα πουν καλύτερα. “Σε έξι λεπτά κτυπάω το κουδούνι σου”.

Της είπε ότι όλα κύλησαν περίφημα, ούτε ο ίδιος το περίμενε ότι θα τα περνούσε τόσο καλά με την κόρη της. ''Συγγνώμην, που δεν ήθελα να συναντηθούμε τέτοια ώρα, καταλαβαίνεις, σαν άνδρας... ''. Δεν ήθελε να της πει ότι ένοιωθε ενοχλήσεις στους όρχεις του, πόνους, διότι δεν ολοκλήρωσε σεξουαλικά, διότι περιορίστηκε μόνο στα φιλιά και τα χάδια. ''Με την Μαρίνα δεν κάναμε κάτι, εγώ το απέφυγα, γιατί δεν την αισθανόμουν απολύτως έτοιμη, όσο κι αν εγώ το ήθελα...”.

Η έμπειρη γυναίκα ηρέμησε. Η απόφαση της να τον επιλέξει επιβήτορα της κόρης της ήταν ιδανική. Δεν όρμησε σαν πεινασμένος αρσενικός στην Μαρίνα, περίμενε πρώτα να γίνει κι αυτή πιο ενεργητική, και ήλπιζε να συμβεί αυτό την επόμενη φορά. Και τώρα εκείνος υποφέρει, σκέπτεται η Υβόνη, τα γεννητικά του όργανα θα διαμαρτύρονται, θα τον πονάνε.

Ήξερε ότι την ήθελε, της το είχε δείξει.
Η Υβόνη σηκώθηκε αποφασισμένη να τον αποζημιώσει, του άξιζε. Έσβησε το φως και τον πλησίασε αρχίζοντας να βγάζει τα ρούχα της.

***

Ο Γκίκας δεν ξανάφερε στο σπίτι του άλλη γυναίκα. Η Μαρίνα ήταν η γυναίκα που τον κάλυπτε στο σεξ ολοκληρωτικά. Και πρώτα απ' όλα, πάνω απ' όλα ήταν η αγκαλιά του. Το καλύτερο μαξιλάρι του η κοιλιά της, το αιδοίο της, η μέση της, τα οπίσθιά της. Ήταν η γυναίκα μόνο γι' αυτόν. Που μετά την υπερένταση στη δουλειά ηρεμούσε τους ρυθμούς του, ταξίδευε τις σκέψεις του χωρίς μποφώρ σε μια απεραντοσύνη, του χάριζε ευδαιμονία. Αν πήγαινε μ' άλλη θαρρούσε πως θα δηλητηρίαζε, ό,τι εισέπραττε από την Μαρίνα.

***

Μετά από λίγες εβδομάδες η Υβόνη έβαλε τα κλάματα. Δάκρυα ασταμάτητα. Όταν ο Γκίκας της ζήτησε να παντρευτεί την κόρη της.

Διαβάστε ακόμα:

Προσέφερε την κόρη της στο γείτονα