ΤΟΥΣ ΕΦΕΡΕ ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ Η ΒΡΟΧΗ

 

Παιδί του κατηχητικού ο Ιάκωβος και με φόβο Θεού. Στην Ηγουμενίτσα τρία πράγματα ήξερε, σπίτι, σχολείο και εκκλησία. Παπαδοπαίδι και μετά το Γυμνάσιο κατ’ ευθείαν για τη Θεολογική Σχολή, στην Αθήνα του 1965.

Δεν ακούμπησαν τον Ιάκωβο οι φοιτητικές κινητοποιήσεις, η διαρκής αναταραχή στα πανεπιστήμια εκείνη την καυτή εποχή της αποστασίας, με τη ρήξη ανάμεσα στην κυβέρνηση και το παλάτι. Άτομο καλής, ήρεμης ψυχής, την έβρισκε να βυθίζεται στο διάβασμα βιβλίων. Να διαβάζει, να διαβάζει, να διαβάζει και να σκέπτεται. Είχε, όμως, και ασυνήθιστη ενεργητικότητα, όλο κάτι ήθελε να κάνει, να μαστορεύει, να χαλάει και να ξαναφτιάχνει οτιδήποτε.

Έφεδρος ανθυπολοχαγός ο Ιάκωβος, 23 χρονών, υπηρετεί σε μονάδα κοντά στα βουλγαρικά σύνορα και όπως όλοι οι αξιωματικοί διαμένει εκτός στρατοπέδου, σε επιλεγμένα από το Α2 σπίτια δεδηλωμένων αντικομουνιστών του χωριού. Ο 53χρονος μαραγκός Φώτης και η πενηντάρα γυναίκα του Αντιόπη νοικιάζουν δύο δωμάτια σε έφεδρους, στο ένα είναι ο Ιάκωβος της ιστορίας μας, στο άλλο άλλος έφεδρος από την Καρδίτσα.

Δυναμική γυναίκα η Αντιόπη, τα έχει όλα επάνω της, το βόδι, τα κατσίκια, τις κότες, τη φροντίδα των δύο νοικάρηδων. Ο άντρας της ψευτοδουλεύει πια, είναι στο αραλίκι, τα δύο κορίτσια τους φευγάτα και καλοπαντρεμένα στη Θεσσαλονίκη. Με αξιωματικούς που τους γνώρισαν όταν διέμεναν στο σπίτι τους.

Η αγωνία των κοριτσιών στα χωριά να βρουν γαμπρό και να φύγουν ζευγαρωμένες με κάποιον αξιωματικό από Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Έτσι έγινε και με τις δύο θυγατέρες της γιαγιάς Αντιόπης που εδώ και 30 χρόνια κρατάει το ίδιο κορμί. Βαρύ, χοντροκόκκαλο με στρογγυλάδες. Στα μάγουλα, στα στήθη, στα μπούτια, στα μπράτσα, στον πισινό της. Μία έντονη λευκότητα σ’ αυτήν τη γλυκειά και τόσο αθώα βουκολικής κοπής γυναίκα.

«Είσαι τυχερός άντρας, μαστροφώτη, με τέτοια προκομένη γυναίκα…» είπε στον άντρα της πάνω στον καφέ ο Ιάκωβος . Η κουβέντα πήγε στον άλλον συγκάτοικο, το παιδί από την Καρδίτσα, που συνεχώς διαμαρτύρεται επειδή δεν βρίσκει κορίτσι και τον έχει βαρέσει στο κεφάλι η αγαμία.

«Με το δίκαιο του…» αποφαίνεται ο ηλικιωμένος άντρας. «Είκοσι χρονώ παλληκάρι, δεν τον αφήνει σε ησυχία το αρσενικό του αίμα, δεν είναι σαν κι εμένα… Το ‘χω ξεχάσει εγώ, εδώ και χρόνια. Καλή και άγια η γυναίκα μου, και λογικός άνθρωπος, γι’ αυτό συνενοούμαστε…, αλλά από κοκό είμαστε τελειωμένοι…».

Ο μικροκαμωμένος και αδυνατούλης Ιάκωβος μετά απ’ αυτή την κουβέντα με τον νοικοκύρη του, άρχισε να βλέπει μ’ άλλο μάτι, μ’ άλλη σκέψη την κυρά Αντιόπη. Μία χωριάτισσα, ένα θηρίο με υγεία και φρεσκάδα. Κουβαλούσε με άνεση στο στήθος της αυτά τα πλούσια μαστάρια, θρεπτικά και τόσο επιβλητικά, υπερήφανα, λες να μην τα έχει ακουμπήσει αρσενικό χέρι. Δεν φεύγουν από το μυαλό του θεολόγου.

Με τον καιρό έγιναν τρίο. Καθημερινό. Το ζευγάρι περίμενε πως και πως την παρέα του Ιάκωβου, και τον περιποιόταν η κυρα, έτσι όπως δεν είχε ματακάνει σ’ άλλον νοικάρη. Όποτε ο νέος δεν είχε υπηρεσία στο στρατόπεδο έτρωγαν μαζί τα βράδια. Ο πρώτος που αποχωρούσε πάντα ήταν ο κυρ-Φώτης, μετά από τέσσερα τουλάχιστον σφηνάκια ρακία, έφευγε κατ' ευθείαν για τη γωνιά του, το κρεβάτι του.

Κρύο που τρυπάει κόκαλα. Έρημος τόπος ντυμένος σ’ απέραντη λάσπη. Και μια ζωή χωρίς νόημα για τον νέο της πόλης. Ανάμεσα στους δύο άντρες έχει αναπτυχθεί μία σχέση φιλίας, ο άντρας σχεδόν απόμαχος πια της ζωής, εντυπωσιάζεται που ο νέος τα καταφέρνει σ’ όλα, ηλεκτρικά, υδραυλικά, ξυλουργικά, άσσος σε κάθε μερεμέτι ο θεολόγος.

Στο κουζινάκι που είναι οι δυο άντρες βρίσκεται και η Αντιόπη, κάνει τη λάτρα στον νεροχύτη, χωρίς να συμμετέχει στην κουβέντα τους. Γρήγορα μετακινήθηκε στο διπλανό δωματιάκι και απ' εκεί άκουσε τον άντρα της να λέει στον έφεδρο αξιωματικό, σίγουρα μεταξύ σοβαρού και αστείου: ''Δεν θα με πείραζε αν την κατάφερνε κάποιος άλλος την Αντιόπη... Μη σου πω, Ιάκωβε, ότι θα με ανακούφιζε αυτό, θα έφευγε ένα βάρος από πάνω μου...''.

Η Αντιόπη δεν το πίστευε στ' αυτιά της. Τι θα έλεγε το ξένο παιδί, κύριε ελέησον! Απόφυγε να το συζητήσει με τον άντρα της, σα να μην άκουσε ποτέ την προστυχιά του. Το ρεζιλίκι του. Όσο. όμως, σκεπτόταν την αποκοτιά του, τον... δικαιολογούσε. Γιατί να τον αδικεί τον Φώτη. Μήπως αυτό που είπε, σίγουρα χωρίς να το εννοεί, δείχνει ότι την σκέπτεται, ότι τον αρρωσταίνει που την έχει... ξεχασμένη, διότι πια δεν μπορεί να της φερθεί σαν αρσενικός

Τέτοιες σκέψεις πρώτη φορά έρχονται στο κεφάλι της Αντιόπης. Και πώς, αλήθεια, να το πήρε ο Ιάκωβος, αυτό που άκουσε από το στόμα του άντρας της;

Έφτιαξε ο καιρός σήμερα. Όπως το συζητούσαν μέρες, τελικά το αποφάσισαν η γυναίκα και ο νέος. Κοντά στα 500 μέτρα είναι το πατρικό της σπίτι, αφημένο χρόνια, να του ρίξει μια ματιά ο Ιάκωβος, να δει τι μπορεί να σουλουπώσει.

Ξαφνικά τους βρίσκει χοντρή βροχή. Τι να κάνουν έφεδρος αξιωματικός και η νταρντανογυναίκα; Είναι στα μισά του δρόμου, να επιστρέψουν πίσω ή όχι. Είτε το ένα, είτε το άλλο, δεν θα αποφύγουν να γίνουν λούτσα.

Η Αντιόπη έδειχνε να το διασκεδάζει. Καταβρεγμένη μέχρι το κόκκαλο προσπαθούσε να ξεκλειδώσει το έρημο σπίτι. Οι δύο μουσκεμένοι αμμόλοφοι στο στέρνο της κάτω από το φόρεμά της, λες και είχαν δεχθεί δέκα φορές νερό από τη σκάφη της μπουγάδας, προκαλούσαν το πεινασμένο βλέμμα του νέου. Έβγαλε αυθόρμητα το μπουφάν του και αμέσως μετά το άβρεχτο πουκάμισό του και της το πρόσφερε.

- Κυρία Αντιόπη, πρέπει να αλλάξετε, οπωσδήποτε, να φορέσετε κάτι στεγνό..., της προτείνει όταν πια μπήκαν μέσα στο εγκαταλελειμμένο σπίτι.

«Και εσύ, τι θα φορέσεις εσύ;…» διαμαρτύρεται χαμηλότονα η γυναίκα στον ημίγυμνο άντρα. Τελικά, η γυναίκα πείστηκε, αποτραβήχτηκε παράμερα κι έχοντας πλάτη σ’ αυτόν έβγαλε το φόρεμά, και το σουτιέν της. Το πουκάμισο του νέου της ερχόταν μικρό. «Αν το φορέσω θα σχιστεί το πουκάμισο σου, Ιάκωβε…» του φώναξε με κάποιο χαμόγελο.

Την πλησίασε, να την βοηθήσει, δεν... πίστευε ότι του έλεγε την αλήθεια. Την είδε να προσπαθεί να κουμπώσει το πουκάμισο, να στριμώξει μέσα σ’ αυτό τα υπέρογκα στήθη της.

Η σιωπή ήρθε απειλητική όταν τα δύο σώματα βρέθηκαν τόσο κοντά. Έβαλε το χέρι του στο μπράτσο της. «Έχετε παγώσει, κυρία Αντιόπη... Δεν ξέρω τι να κάνω..., αν υπήρχε μία πετσέτα... Όπου να ‘ναι σταματάει η βροχή...».

Η γυναίκα αμίλητη έκανε τρία βήματα μέχρι ένα φτωχικό ντιβάνι και, πάντα αμίλητη, εγκατέλειψε το σώμα της. Κάθισε με την πλάτη στον τοίχο. Έκανε κι αυτός το ίδιο σιμά της.

Έγιναν εραστές. Ακόμα και σήμερα, μετά από χρόνια, η Αντιόπη έρχεται στη σκέψη του Ιάκωβου κι έτσι αυτός αναθυμάται τη στρατιωτική θητεία του στο παγωμένο συνοριακό χωριό.


Διαβάστε ακόμα:

ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ