ΕΚΛΕΒΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΥ

 

Στις φυλακές αναπτύσσονται περίεργες σχέσεις, αλλόκοτες φιλίες. Ο «μπαστούνας» στο παρατσούκλι είναι αστέρι στις κλοπές της Αθήνας του μεσοπολέμου. Άσσος στη δουλειά, πασίγνωστος στην αστυνομία για την παράνομη δράση του τις νύχτες και το πόσο κύριος συμπεριφέρεται στη φυλακή, οπότε τον κάνουν τσακωτό.

Ο μπαστούνας έγινε τακίμι με τον αρχιδεσμοφύλακα, ένα γεροδεμένο σαραντάρη, βαφτισιμιό υπουργού, με όμορφο πρόσωπο και καλή καρδιά. Ο αρχικλέφταρος, ασχημάντρας και κοντοστούπης, κέρδισε την εμπιστοσύνη του Μπάμπη, του αρχιδεσμοφύλακα.

- Μπάμπη, έχω μείνει ρέστος. Όποιο βράδυ έχεις βάρδια στη φυλακή άφησε με να φύγω…

«Τρελάθηκες!».

- Μπάμπη, κάλυψε με εσύ κι εγώ πριν χαράξει θα έχω επιστρέψει στο κελί μου.

«Παλάβωσες, μωρέ, τι είναι αυτά που λες!».

- Μπάμπη, βγαίνω έξω, κτυπάω ό,τι προλάβω και ούτε γάτα και ζημιά, στο λόγο της κλέφτικης τιμής μου θα είμαι πάλι εδώ, και μισά-μισά…

«Δεν σε καταλαβαίνω…»

- Ό,τι κλέβω τα κόβουμε στη μέση, ινδιάνικα. Μισά μισά.

Συμφώνησαν, τελικά. Ο μπαστούνας ό,τι αρπάζει να τα αφήνει στο σπίτι του Μπάμπη, αφού μπήκε στο κόλπο και η Μάρω, η γυναίκα του, μια νταρντάνα, μια φρεγάτα, καπουλάτη, σαραντάρα, χήρα από το πρώτο γάμο της.

Το πράμα κύλησε περίφημα. Σωστός ο μπαστούνας, ούτε δευτερόλεπτο δεν αργούσε να εμφανιστεί στο μυστικό πορτάκι όπου χαράματα τον περίμενε ο Μπάμπης. «Όλα καλά;...»,

«Όλα φίνα και ωραία, Μπάμπη!».

Η Μάρω ήταν απότιστη. Ο Μπάμπης συνήθως αφήνει νηστική την γυναίκα του, η οποία όποτε την επισκεπτόταν ο κλέφτης με τα κλεμμένα σ’ ένα σάκο το διασκέδαζε παρέα μ’ αυτόν τον λεχρίτη τον μπαστούνα. Της διηγιόνταν ιστορίες, οι περισσότερες φανταστικές, από τη ζωή του στην παρανομία, και σιγά – σιγά γεννήθηκε μια περίεργη νυχτόβια οικειότητα ανάμεσα τους, τις ώρες που ο σύζυγος ήταν υπηρεσία στη φυλακή.

Δεν ήθελε και πολύ ο κατεργάρης αλλά και συμπαθητικός κλέφτης να καταφέρει την Μάρω να του χαρίζει εκείνο που σνόμπαρε ο άντρας της.

Διαβάστε ακόμα:

Η ΑΒΑΣΤΑΚΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΥ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗ