ΠΗΡΕ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΗ ΜΑΓΚΙΑ ΤΟΥ

 

Πέθανε από κορονοϊό. Ο άφοβος. Ο ατρόμητος. Μέχρι που τον έχωσαν στην εντατική, για να μη ξαναβγεί όρθιος και χωρίς τα καλώδια και τους ορρούς, έγραφε στα αμελέτητα του τον κίνδυνο του ιού. Έλα, μωρέ, κορόιδα, έχετε φάει το παραμύθι, δεν τρέχει τίποτα…

Μέσα, όμως, στο νοσοκομείο ούτε στιγμή δεν σταμάτησε να βλαστημάει τον πονηρόμαγκα εαυτό του, και πως αυτός, άνθρωπος περπατημένος και της πιάτσας, το είχε πάρει αψήφιστα. Υποφέρει, δεν ξέρει αν θα ξαναδεί τα εγγόνια του, αν θα ξαναβρεθεί στη δουλεια του, αν θα ξανασυναντήσει την γκόμενα, αν θα ξαναπαίξει στοίχημα, αν…

… Όλα αυτά θα πεθάνουν μαζί με τον ίδιον, τον ηλίθιο, τον πανηλίθιο. Και τι να κάνει, εκεί που έφθασε το πράμα, για να γλυτώσει; Να πλακώσει τις προσευχές και τα παρακάλια στον παππού, να μην τον πάρει πριν της ώρας του, στους ουρανούς; Αν θα τον πάρει στους ουρανούς και δεν τον μπαζώσει σε καμιά χωματερή, εκεί που του αξίζει, αφού με δικό του φταίξιμο κόβει ο ίδιος τζάμπα το νήμα της ζωής, που λένε οι γραμματιζούμενοι.

Τι να κάνει ο φουκαράς ο θεός; Σου έδωσα μυαλό, βρε, χαϊβάνι, δεν γεννήθηκες με μουσταλευριά μέσα στο κεφάλι, και μου ζητάς να κάνω τα μαγικά μου για να κρατηθείς κι άλλο στη γη; Τα θαύματα τα κάνω μόνο σε ανθρώπους σεμνούς και ώριμους, όχι σε τύπους που παίζουν τη ζωή τους στα ζάρια.

Διαβαστε ακομα:

ΠΙΑΣΕ ΜΙΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ