ΑΝ ΔΕΝ ΤΟΝ ΜΑΔΗΣΕΙΣ ΕΣΥ, ΘΑ ΤΟΝ ΜΑΔΗΣΕΙ ΑΛΛΟΣ...

 
γράφει ο Φωστήρας 
Από τότε που πρωτοείδα το «Κεντρί» με τους θρυλικούς Πωλ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ (φώτο), θαύμασα την εφευρετικότητα και το απροσδόκητο που μπορεί να επινοήσει  ένας υψηλής κλάσης απατεώνας. Και εν προκειμένω δεν μιλάω για τίποτα φτωχοδιάβολους σαν τους ήρωες του Τσιφόρου (τον διάβασα μονορούφι τα χρόνια της εφηβείας μου). Διότι στην τριλογία του «Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα», «Τα παιδιά της πιάτσας» και «Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα», πρωταγωνιστούσαν κάτι τσικιρικιτζήδες της κακιάς συμφοράς με λεία, το πολύ, τα έξοδα του μήνα. (Πάντως στον «Στηβ, το χαρούμενο κάθαρμα», η ποιότητα του απατεώνα καθώς και η λεία ανέβηκε κατακόρυφα. Διαβάστε το).
 
 
Αργότερα, στα θρανία της Νομικής και μετά στον επαγγελματικό στίβο διαπίστωσα ότι η απάτη σε υψηλό επίπεδο, ενέχει αναμφίβολα και απαιτεί τα στοιχεία της Τέχνης. Σήμερα, λοιπόν, με αφορμή μία σχετική δικογραφία που έπεσε στα χέρια μου, ανακαλώ στην μνήμη μία υπόθεση, που δεν είχα χειριστεί και άφησε εποχή στον Πειραιά. Με λεία κάποια εκατομμύρια ευρώ. Και την είχαν στήσει πραγματικά αριστοτεχνικά κάτι υψηλής κλάσης ατίθασα παλιόπαιδα. Τόσο υψηλής, που δεν βρέθηκαν ποτέ. Ούτε αυτοί, ούτε τα χρήματα.
 
 
Ήταν, που λέτε, πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν έπεσε σύρμα στην πιάτσα ότι ένας μεγαλοπιασμένος εργολάβος με μετρητό ατελείωτο, είχε την πετριά να γίνει εφοπλιστής. (Το κόλλημα που τραβάνε κάποιοι Έλληνες να τους πούνε Ωνάσηδες, δεν λέγεται).
 
 
Εν ολίγοις, ήτανε χηνάρι για μάδημα. Και όπως λένε στο λιμάνι, υπάρχει ένα αμάρτημα μεγαλύτερο από το να μαδήσεις ένα χηνάρι. Να μην το μαδήσεις. Διότι, άμα δεν το μαδήσεις εσύ, θα το μαδήσει ο αμέσως επόμενος. Οπότε φροντίζεις να το μαδήσεις πρώτος. (Είδατε κάτι ωραία πράγματα που μαθαίνεις, όταν κάνεις παρέα με παιδιά της πιάτσας;).
 
 
Που λέτε λοιπόν πέσανε από δίπλα του κάτι τύποι με αμαξάρες των 100.000 και άνω, ραμμένα κουστούμια των 3.000 το κομμάτι, ωρολόγια χρυσά, super luxe γραφεία με πρόσοψη στην Ακτή Μιαούλη και δύο δακτυλογράφους με μπούστο που θα κόλαζε και χότζα και σταυροπόδι που έκανε την Σάρον Στόουν να μοιάζει σχολιαρόπαιδο. Δεν τους είχε ξαναδεί η πιάτσα, καινούριοι ήτανε, μόλις είχανε σκάσει από ένα ναυλομεσιτικό γραφείο στην Αγγλία, λέει, με παρατήματα στον Αραβικό Κόλπο, λέει, τρώγανε στα καλύτερα εστιατόρια, πίνανε κρασιά των 100 ευρώ το μπουκάλι, καπνίζανε πούρα των 75 ευρώ το τεμάχιο και πάει λέγοντας.
 
 
Να μην τα πολυλογώ, ψήσανε το χηνάρι να ναυλώσει πλοίο από την Οδησσό με «ευκαιρία» σιδηρομετάλλευμα και του πασάρανε και έτοιμο συμβόλαιο μεταπώλησης με δική τους προμήθεια το 15% από τα κέρδη. Και την συμφωνημένη ημέρα, σε απευθείας μετάδοση από την Ουκρανία, μέσω δορυφόρου, το χηνάρι μίλησε αγγλικά με τον «πλοίαρχο του», τον χαιρέτησε, είδε το «πλοίο του» να φεύγει, πήρες τις φορτωτικές σε πρωτότυπο και το βράδυ κοιμήθηκε περιχαρής εφοπλιστής.
 
Την επομένη πήγε βόλτα στα γραφεία της «εταιρείας του». Όμως οι ταμπέλες είχαν ξηλωθεί. Οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Τα τηλέφωνα νεκρά. Ο θυρωρός, λίγο πριν το πρώτο ισχαιμικό, του είπε ότι το προηγούμενο απόγευμα  οι νοικάρηδες είχαν βιαστικά ξεκουβαλήσει. Κανείς δεν έμαθε ποτέ για πλοίο, καπετάνιο, εμπόρευμα και λεφτά. Και δεν ξανάδε εκείνα τα παλιόπαιδα στον Πειραιά. Ούτε και το χηνάρι.

 

Διαβαστε ακομα:

ΤΕΛΙΚΑ, ΤΑ ΒΡΗΚΑΝ, ΣΤΗ ΣΟΥΜΑ 12 ΧΡΟΝΙΑ