ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ

 

Το κακό, ναι είναι κακό, το ότι οι σημερινοί Έλληνες, λέω για την τελευταία γενιά, όχι στο τσουβάλι όσοι ακόμα βρίσκονται στη ζωή, δεν ξέρουν «τους δικούς τους» ανθρώπους. Αυτούς που εκφράζουν, μάλιστα με τον πιο έντονο τρόπο, τη μεταπολεμική Ελλάδα, μην πάμε πιο πίσω. Ένας τέτοιος «δικός μας άνθρωπος» είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης.

«Δικός μας», όχι των Βουλγάρων και των Ιταλών, των Άγγλων και των Σουηδών, των Ολλανδών και των Γερμανών. Δεν τον ξέρουν «τον δάσκαλο», έτσι όπως αποκαλούσε τον Τσιτσάνη όταν του έπαιρνε συνέντευξη ο Γιώργος Λιάνης. Από ποια Ελλάδα προέρχεται ο σημερινός νέος, σε ποια Ελλάδα ζει, θα του το πει, κι όχι στο αυτί, ο Τσιτσάνης. Και ο Τσιτσάνης, που όπως λένε εύστοχα, έκανε λαϊκό το ρεμπέτικο τραγούδι.

Άλλο το ρεμπέτικο, το τραγούδι του περιθωρίου, της μαγκιάς, της αλητείας, το οποίο το θεωρεί «πολιτιστική αξία του ελληνισμού» ο ποιητής, η επιτομή του αιρετικού ατόμου, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος έχει γράψει από ένα δοκίμιο για κάθε τραγούδι του Τσιτσάνη. Φοβερά πράγματα.

Ήρθε από τα «Τρίκαλα τα δυο Στενά» στην Αθήνα να σπουδάσει νομικά, πριν από τον πόλεμο, ο γεννηθείς σα σήμερα 18 Ιανουαρίου το 1915 Βασίλης Τσιτσάνης, αριστερός στα φρονήματα, και πέθανε επίσης στις 18 Ιανουαρίου, το 1984, σε νοσοκομείο του Λονδίνου.

ΟΙ ΛΕΒΕΝΤΕΣ, Είμαστε λεβέντες, – διαλεκτά παιδιά μέσα στην πιάτσα, - και δεν την τρομάζουν – οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα.

 

ΣΤΗΝ ΜΠΑΡΜΠΑΡΙΑ, Ανάθεμα σε, θάλασσα, - που κάνεις ώρες – ώρες – να κλαίνε χήρες και ορφανά – και μάνες μαυροφόρες. – Στο Τούναζι, στην Μπαρμπαριά, - μας έπιασε κακοκαιριά.

ΤΙ ΣΕ ΜΕΛΕΙ ΕΣΕΝΑ, Τι σε μέλει εσένα κι αν γυρνώ, - το κορμί μου μ’ ακόμα κι αν πουλώ, - πέντε χρόνια συ με τυραννάς, - δε με στεφανώνεις, με γελάς.

ΤΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΤΙ ΑΥΡΙΟ, ΤΙ ΤΩΡΑ, Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα – ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα – του χωρισμού η ώρα μας έφτασε η ώρα

ΑΡΑΜΠΑΣ ΠΕΡΝΑ, Αραμπάς περνά – η σατράπισσα που αγάπησα – είναι μέσα, αγκαλιάζεται – κι ούτε νοιάζεται η μπαμπέσα – Αραμπάς περνά – με τη βλάμισσα που χαράμισα

Ο ΥΠΝΟΣ, Γιατί με ξύπνησες πρωϊ – μέσα στον ύπνο μου το βαρύ., - γιατί την πόρτα μου χτυπάς., - τι θέλεις τώρα, τι ζητάς., - ω,ω,ω, δεν θέλω πια να μ’ αγαπάς.

Εκατοντάδες τα τραγούδια του Τσιτσάνη, καψούρικα και κανταδόρικα, ανατολίτικα και παραπονιάρικα, τα περισσότερα σουξέ. Άσε δε, τα εμβληματικά του κομμάτια, Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα καβουράκια, Στα Τρίκαλα τα δυο Στενά, Αρχόντισσα, Γεννήθηκα για να πονώ, Απόψε κάνεις μπαμ. Ατέλειωτα τραγούδια. 

Διαβάστε ακόμα:

Το μυστικό του βασιληά Ελβις