ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΟΝΗΡΟΣ Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΣΚΥΛΟΣ

 

Επτά σκυλιά έχει η μονοκατοικία, κοντά στα εκατό μέτρα από το σπίτι μου. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, είτε με τα πόδια, είτε με το αυτοκίνητο, είμαι υποχρεωμένος να περάσω μπροστά από το φράκτη του τεράστιου κτήματος μέσα στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω γειτονική κατοικία. Δεν υπάρχει περίπτωση να μη με γαυγίσουν τα σκυλιά, οπότε θα με δουν, είτε περπατώ, είτε οδηγώ.

Πρωταγωνιστής της σκυλοδιαμαρτυρίας ένας μπάσταρδος, κακός σε χαρακτήρα και κακάσχημος στη μούρη σκύλος. Είναι αφελής και αθώα η ερώτηση μου γιατί με αγριογαυγίζει το αντιπαθέστατο τετράποδο παρ’ ότι με γνωρίζει, μάλιστα και προσωπικώς. Να μην παραλείψω να αναφέρω κάτι άλλο…

…Οπότε τρακάρω το εν λόγω σεκιούριτυ με το δήθεν υψηλό αίσθημα καθήκοντος, εκτός επικράτειας του, να βολτάρει στο δρόμο, εγώ ο φιλόζωος τον χαϊδεύω φιλικώς, όμως δίχως κατανόηση. Γνωρίζω άριστα ότι η φύση του σκύλου τού έχει χαρίσει το προνόμιο να διαβάζει τα αισθήματα του ανθρώπου, και σ’ αυτό υπερτερεί του δίποδου, γι’ αυτό είμαι σίγουρος ότι αντιλαμβάνεται ποια γνώμη έχω σχηματίσει γι’ αυτόν. Κι όμως, το βρωμόσκυλο με δέχεται με ικανοποίηση και δεν θα ’θελε να σταματήσει το χέρι μου να τον πασπατεύει.

Μετά από δυο –τρία λεπτά, αφού του ψιθύρισα στο αυτί με τον πιο τρυφερό τρόπο τα μπινελίκια του, πήρε τέλος το απροσδόκητο ραντεβουδάκι μας και ο μόρτης ορμάει πίσω από τα κάγκελα του κάστρου του. Και τι κάνει; Με πλακώνει στα γαυγίσματα πάλι! Γιατί; 

Πρόκειται περί απατεώνος! Και θα σας εξομολογηθώ ποτέ τον πήρα πρέφα. Με το που πλησιάζω κάθε φορά στη βαρειά καγκελωτή σιδερένια εξώπορτα, το ρεμάλι από μέσα δεν στέκεται να μου κάνει face – control, ούτε δείχνει διάθεση να περιμένει να αντιληφθεί τις προθέσεις μου, μήπως μπουκάρω στο χώρο προστασία του. Γνωρίζει πολύ καλά ότι θα περάσω κανονικά στο δρόμο κατά μήκος του χαμηλού μαντρότοιχου που στηρίζει μια σειρά από κάγκελα υψηλά. Ότι πηγαίνω σπίτι μου, γι’ αυτό πριν από εμένα φθάνει ενωρίτερα σε έξι – επτά σημεία της διαδρομής μου για να με… γαυγίσει. Για να δείξει στο αφεντικό του ότι βγάζει το μεροκάματό του, ότι αξίζει το φαγητό που του δίνουν, ότι είναι απαραίτητος.

Να πω και το τελευταίο. Όχι μόνον μ’ έχει δει να συνομιλώ με το αφεντικό του, αλλά ο εν λόγω μούργος έχει έρθει και στο σπίτι μου. Τον έχω κεράσει. Έχουμε παίξει. Με ξέρει καλύτερα απ’ ό,τι εγώ αυτόν. Κι όμως, ο παληοκερατάς, ο απατεώνας ξηγιέται και πονηρά, Δήθεν ότι κάνει δουλειά, ότι μοχθεί όποτε χρειασθεί και με γαυγίζει, μάλιστα σα να θέλει να με ξεσκίσει, και δεν συμπεριφέρεται σαν bodyguard. Δεν περιμένει να με αντιμετωπίσει σαν ανεπιθύμητο επισκέπτη, αλλά πριν από μένα τρέχει προς την κατεύθυνση της οικίας μου και…  γαβ-γαβ-γαβ με απειλεί.

Και θεωρούσα υπερβολικό τον Νώντα που μου έλεγε το δικό του στόρυ. Ένας σκύλος του κουνούσε την ουρά του ευτυχισμένος ενώ ένα ζευγάρι ηλικιωμένων τσούρνεβε τριανταφυλλιές. Μόλις, όμως, ο σκύλος αντελήφθη ότι ο Νώντας τον μπάνιζε, το σκηνικό επιτόπου άλλαξε. Ο σκύλος ούρλιαζε και κατουρήθηκαν επάνω τους γέρος και γριά. Ρε, τη λουμπίνα τη σκύλα.

Διαβάστε ακόμα:

Γιατί να το λυπηθώ το σκιουράκι;