ΠΕΘΑΝΑΝ ΜΕ ΤΟ ΓΙΑΤΑΓΑΝΙ ΤΟΥΣ ΜΑΤΩΜΕΝΟ

 

Όποιος έχει τα άντερα μπαίνει στη θέση τους. Άνδρες και γυναίκες, κουβαλώντας τα παιδιά τους και ό,τι μπόρεσαν να γλυτώσουν από το νοικοκυριό τους, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, το Σούλι, κυνηγημένοι από τους Αλβανούς τζοχανταραίους του Αλή Πασά, που τα βρήκε τάτσι μήτσι κώτσι με τους προδότες φύλαρχους των Σουλιωτών.

«Ανάθεμά σε Μπότσαρη – Και σένα Κουτσονίκα, - Με τη δουλειά που κάνεταν...» σύμφωνα με το δημοτικό τραγούδι.

Το ασκέρι του φοβερού Μπεκήρ Τζογαδόρο έχει πλησιάσει πια σ’ ένα αγριότοπο, γεμάτο βράχια και ζώνει από όλες τις μεριές το μπουλούκι των Σουλιωτών. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Θα πεθάνουν με το γιαταγάνι ματωμένο, όσους αντέξουν να σκοτώσουν. Αυτή είναι η απόφασή τους.

Η μάχη είναι άνιση. Οι κυράδες δεν θέλουν να σκεφθούν ότι θα πιαστούν από το απόσπασμα του Αλή. Ανέβηκαν στα Ζάλογγα, είναι ένας βράχος υψηλός και απότομος, και με τα παιδιά στην αγκαλιά, ρίχτηκαν στο γκρεμό. Οι Αλήδες βρήκαν 22 νεκρές γυναίκες, έξι άνδρες και παιδιά. Η πληροφορία είναι αξιόπιστη, του αξιόλογου Βρετανού ιστορικού Τζωρτζ Φινλεϋ, που έζησε αρκετά χρόνια στην Ελλάδα και έγραψε πολλά για την ελληνική επανάσταση.

Το Ζάλογγο ήταν επόμενο να περάσει στο χώρο του θρύλου, ότι οι γυναίκες βούτηξαν στο κενό χορεύοντας και τραγουδώντας. Ο Χορός του Ζαλόγγου.

Υπάρχει και η σχετική μαρτυρία του επίσης Άγγλου Χιουγκ, περιηγητής που επισκέφθηκε τον τόπο, έφθασε μέχρι το βάθος της χαράδρας.

Σα σήμερα, 12 Δεκεμβρίου, το 1803 παραδόθηκε το Σούλι. Δεν μπορούσε να πάει στον άλλον κόσμο ο Αλή Πασά αν δεν πατούσε νικητής στα κακοτράχαλα χώματα των Σουλιωτών. Τους αντιμετώπιζε ως τρομοκράτες, οι ληστείες τους, οι τσαμπουκάδες στα άλλα φιλήσυχα χωριά της επικρατείας του ήταν μια ανοικτή αμφισβήτηση της εξουσίας του. Ιστορικό ντοκουμέντο μετά τον τριετή πόλεμο Αλή και Σουλιωτών, για τη συμφωνία των δυο πλευρών:

«Η μεταξύ Αλή και Σουλιωτών συνθήκη – θεός, συγχώρησις: Εγώ, Πασάς του Δέλβινου, Βελής Αλή Βελή Μουχτάρ Σαλήχ, Τεπελενλής, εις το όνομα Αλή Τεπελενλή Γαζή, Ιωάννινα Βαλεσή, τοπάρχου Θεσσαλίας, Δερβεντζή Πασά, μέλους του υψηλού συμβουλίου του Δοβλετίου του βασιλέως των βασιλέων, του περιδόξου Σουλτάν Σελήμ διαμοιραστού των στεμμάτων των Κράληδων, των βασιλευόντων δι’ αδείας του εις τους θρόνους του κόσμου, δίδω προς τους χριστιανούς του Σουλίου την παρούσαν συνθήκην:

Α΄. Οι Σουλιώται είναι ελεύθεροι να αναχωρήσουν από τον τόπο τους με τ’ άρματά τους, αναγκάια του πολέμου, τροφάς, και ό,τι άλλο θέλουν να πάρουν, δια να υπάγουν είτε μέσα, είτε έξω της Αλβανίας, είτε όπου αλλού θελήσουν.

Β΄. Υπόσχομαι να τους προμηθεύσω ανεξόδως τα ζώα τ’ αναγκαία να μεταφέρουν τα πράγματα, αναγκαία του πολέμου, ζωοτροφίας, πληγωμένους, αρρώστους, γέροντας, γυναίκας και παιδία, έως εις τον τόπον, όπου κατοικήσουν.

Γ΄. Θέλει λάβουν τους κατά προσταγήν του πατρός μου Βεζύρη κρατουμένους Σουλιώτας ως ρεέμια (ομήρους).

Δ΄. Όσοι από τους Σουλιώτες θελήσουν να κατοικήσουν εις την Αλβανίαν, θέλει λάβουν χάρισμα υποστατικά και χωρία και θέλει εύρουν δια πάντα τιμήν, ασφάλειαν και προστασίαν από τον πατέρα μου και όλον το οτζάκι μας.

Ε΄. Βεβαιώνω μεθ’ όρκου ταύτην την συνθήκην ιεράν και ακαταπάτητον και ποτέ Σουλιώτης να μη ενοχληθή, υβρίσθη ή ζητηθή κανείς από κανένα δια τα περασμένα».

Διαβάστε ακόμα:

Οταν έκλεισε το βιβλίο της Ελλάδος