Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΗΣ ΑΡΚΟΥΔΑΣ

 
Μπήκε πάλι η πλάση και στην εαρινή ισημερία, άρα καλοσωρίζουμε την Άνοιξη, αφού εμείς οι Έλληνες φυτρώσαμε κάπου στο βόρειο ημισφάιριο της γης. Οι αράδες που ακολουθούν είναι από την πένα ενός μεγάλου, του Παύλου Νιρβάνα, που γεννήθηκε στη Ρωσία το 1866, σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και πέθανε το 1937. Το ξαναλέω, χάνει πολλά αυτός που είναι σε θέση να κερδίσει από την ελληνική λογοτεχνία, αν δεν διαβάζει τους τεράστιους γραφιάδες της, ένας απ' αυτούς ο ακαδημαϊκός Πέτρος Αποστολίδης, ο οποίος μετά την αποστράτευση του- ήταν αρχίατρος- ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή, με το ψευδώνυμο Παύλος Νιρβάνας.
 
Το κείμενο είναι απόσπασμα από ένα χρονογράφημα του Νιρβάνα, της συλλογής του Η Ζωή του Δρόμου:
 
Είναι η στιγμή ν’ αναπολήσωμεν τον δυστυχισμένον εκείνον Μαγουλήν. Άνθρωπος αυτός, ανεστήθη μέσα εις την ζούγκλαν των θηρίων, αγνοών ολότελα τον εαυτόν του και την φύσιν του. Τα ωραία μυστήρια της ζωής δεν του είχαν αποκαλυφθή ακόμη. Είχε καθυποτάξει τα ζώα, με την τυφλήν επιβολήν της ανθρώπινης του υπεροχής και τα ζώα τον είχαν ως βασιλέα των και έσκυβαν πειθήνια εις τας διαταγάς του. Μόνον αυτό! Έξαφνα- μας πληροφορεί ο Κίπλιγκ- οι τέως πιστοί υπήκοοι ήρχισαν να δείχνουν καταφανή σημεία ανταρσίας και ανυπακοής. Έφευγαν από την ζούγκλαν χωρίς να ζητήσουν την άδειαν του βασιλέως των, έπαιρναν τα βουνά και τους κάμπους, δεν έδιναν καμμίαν σημασίαν εις τας παρατηρήσεις του και, με μιαν λέξιν, είχαν γίνει αυθάδεις και σκληροτράχηλοι. Το πράγμα, φυσικά, είχε αρχίσει ν’ ανησυχή τον νεαρόν βασιλέα.
-Τι διάβολο! Μήπως έχασα την δύναμιν μου και την επιβολή μου επί των υπηκόων μου; Τι συμβαίνει;
Πράγματι είχε αρχίσει να αισθάνεται, ότι αι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Ανορεξίες, κομμάρες, κακοδιαθεσίες, αϋπνίες τον ετάρασσαν, εδώ και λίγον καιρόν.
-Τι να συμβαίνη; Μήπως έφαγα τάχα κανένα δηλητηριασμένον χορτάρι; Μήπως;…
Απεφάσισε να κάμει μακρυνούς περιπάτους, διά να διασκέδαση την μελαγχολία του και ν’ ανακτήση νέας δυνάμεις εις τον καθαρόν αέρα των βουνών και των κάμπων. Μάταια όμως! Καθημερινώς ένοιωθε ν’ αυξάνη η αδυναμία του, να κόβονται τα γόνατά του, μια θλίψις χωρίς αιτία να πλημμυρίζει την ψυχή του. Κάτι ήθελε, κάτι εδιψούσε, που δεν ήξευρε και ο ίδιος τι ήτον. Η πιστή και η πονετική του αρκούδα, που τον είχεν αναθρέψει, τον ελυπήθη επί τέλους και ανέλαβε να τον μυήση εις τα μυστήρια της ζωής, που του ήσαν άγνωστα.
-Μη σεκλετίζεσαι, παιδί μου! Ούτε τα θηρία έπαυσαν να σε σέβονται και να σ’ αγαπούν, ούτε καμμία αρρώστεια φοβερή σού τρώει τα σωθικά σου. Απλούστατα, παιδί μου, είναι Άνοιξις. Μια δύναμις μυστική και ανίκητη σπρώχνει τα ζώα προς τα ζώα, τους ανθρώπους προς τους ανθρώπους. Οι υπήκοοι σου, που σου φεύγουν με τόση αυθάδεια και που δεν μπορεί πλέον να τους συγκρατήση η δύναμίς σου, πηγαίνουν να βρουν ένα ταίρι. Κάμε και σύ το ίδιο! Άφησε τη ζούγκλα και τρέχα στο χωριό σου, που σε περιμένουν οι όμορφες γυναικούλες. Εκεί θα γίνης καλά, σου το υπόσχομαι, σα γρηά που ξέρω κάτι περισσότερο από σένα. Τράβα στο χωριό σου να γιατρευθής. Μη χάνης ούτε δευτερόλεπτο!...