ΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΙΣΑΙ, ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΤΥΧΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΣΑΙ...

 
«Αγάπη μου…Σε σκέφτομαι συνέχεια. Όταν πηγαίνω για ύπνο το βράδυ η σκέψη για σένα είναι το βασανιστήριο μου. Δεν θα γράψω σε τούτη τη σελίδα τι πλημμυρίζει το μυαλό μου, την απόλυτη τρέλα του πόθου μου. Σε βλέπω σε εκατοντάδες στάσεις, αλλόκοτες, αισχρές, παρθενικές, ληθαργικές. Δωσ’ μου τον εαυτό σου, πολυαγαπημένη, δωσ’ μου τον ολόκληρο όταν συναντηθούμε. Όλα όσα είναι ιερά, κρυμμένα από τους άλλους, πρέπει να μου τα δώσεις ανεπιφύλακτα. Θέλω να είμαι ο κύριος της ψυχής σου και του κορμιού σου...».

Σταματώ εδώ. Έχει και συνέχεια, ποτάμι, καταρράκτης χύνεται πάνω στο χειρόγραφο όλο το Είναι του άνδρα για μια γυναίκα. Φοβερά πράγματα.

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τις αράδες του μεγαλύτερου συγγραφέα του 20ου αιώνα, του Ιρλανδού Τζαίημς Τζόυς, που μια μέρα του Ιουλίου, στο δρόμο γνώρισε την Νόρα της ζωής του (φώτο). Μια εύκολη γκόμενα, αγράμματη, ακαλλιέργητη, καμία σχέση με τέχνη, διανόηση, πνευματικότητα. Και καμία διάθεση από εκείνη να μπει στο συγγραφικό σύμπαν του δημιουργού του «Οδυσσέα», του κορυφαίου του μυθιστορήματος, εκδόθηκε το 1922.

Κι όμως! Αυτή η Νόρα, η καμαριέρα, η σερβιτόρα του τα πήρε όλα. Ποια; «Σ’ εσένα δίνω την αμαρτία, την τρέλα μου…» της έγραφε. «Νόρα, αληθινή μου αγάπη, πρέπει στ’ αλήθεια να με πάρεις στα χέρια σου. Θα με δεχτείς, πανάκριβη μου, όπως είμαι, με τις αμαρτίες μου και θα με προστατέψεις από τη δυστυχία μου; Αν όχι, η ζωή μου θα γίνει κομμάτια. Απόψε μου έχει καρφωθεί μια ιδέα πιο τρελή απ’ ό,τι συνήθως. Νοιώθω πως θα ήθελα να με μαστιγώσεις. Θα ήθελα να δω τα μάτια σου να αστράφτουν από οργή... ».

Αυτά τα έγραφε στην ερωμένη του ένας γίγαντας του γραψίματος. Ένας συγγραφέας θεός και βέβαια, ούτε μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι οι ερωτικές επιστολές του, θερμές, καυτές, προς την Νόρα του, θα αποτελούσαν μετά από κάποιες δεκαετίες υλικό για βιβλίο, αυτό με τίτλο «Γράμματα στη Νόρα», εκδόσεις Πατάκη.

Ο Ιρλανδός James Joyce πέθανε το 1941, σα σήμερα 13 Ιανουαρίου. Ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες, ίσως ο μεγαλύτερος συγγραφέας του περασμένου αιώνα. Ο άνθρωπος σκλαβώθηκε από ένα τσουλί. Ένα κορίτσι που δεν είχε κανένα πρόβλημα να πετάξει τα ρούχα της και να πάρει επιτόπου πρωτοβουλίες στο κρεβάτι.

Στην εποχή λοιπόν, που δούλευε ακόμα το ραβασάκι ο Τζαίημς Τζόϋς έγραφε στην γυναίκα που την παντρεύτηκε, και έζησε χρόνια μαζί της, μια κάργα λαϊκάτζα: «Μήπως έχω μια δόση τρέλας, αυτή του έρωτα. Πότε σε βλέπω σαν παρθένα ή σαν Παναγία και την επόμενη στιγμή είσαι αναίσχυντη, αγέρωχη, μισόγυμνη, πρόστυχη! Τι να σκέπτεσαι για μένα; Μήπως σε αηδιάζω; Ακόμα κι αν την επόμενη στιγμή με περίμενε η κόλαση, δεν θα μπορούσα να κρατηθώ μακριά σου... ».

Όχι άδικα μελετούν τα «Γράμματα στη Νόρα». Ο έρωτας, ο πόθος του έρωτα, ισοπεδώνει και τον πιο καλλιεργημένο, τον πιο πνευματώδη άνθρωπο, που δεν θα σταματήσει ποτέ να συμπεριφέρεται όπως πράγματι είναι, ένα γήινο πλάσμα.

Διαβαστε ακομα:

ΠΟΛΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ