ΤΟΥ ΧΑΡΙΣΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΟΥ ΚΙΘΑΡΑ

 

Μια κουβέντα, ούτε μισή παραπάνω για τον Αντώνη Βαρδή. Βρε, μια λέξη τα λέει όλα γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν καρδιά. Λεβεντοκαρδιά. Μια φορά ένας συνάδελφος του, μουσικός, συνθέτης και τραγουδιστής όπως ο μακαρίτης πια, τον επισκέφθηκε στο σπίτι.

- Αντώνη, απόψε παίζω σ' ένα μαγαζί και ήθελα να μου δανείσεις μια από τις κιθάρες σου.
Τον έκοψε το φιλαράκι το παλιό ο Αντώνης Βαρδής, μεγαλωμένος στο πεζοδρόμιο από τότε που είπε «Μαμά», και πήρε πρέφα ότι ο επισκέπτης είχε πρόβλημα. Ότι ήταν ζορισμένος οικονομικά.

«Τράβα στο δωμάτιο που έχω τις κιθάρες και διάλεξε μια…» του λέει πρόθυμα ο Βαρδής, ο οποίος είχε συλλογή από κιθάρες.

Διάλεξε ο άλλος μια κιθάρα. Αυτή λέω να πάρω, Αντώνη. «Όχι αυτή, την άλλη θα πάρεις…» του προτείνει. Και του δίνει την καλύτερη κιθάρα, την αγαπημένη του, και του χώνει στην τσέπη μια πεντακοσαρού. Τότε, πριν το ευρώ, 500.000 δραχμές.

«Πάρε την κιθάρα αυτή, να κάνεις τη δουλειά σου, και ξέχνα ότι θα μου την επιστρέψεις».

Ήταν αρσενικός με τα όλα του. Παλαιάς κοπής άνδρας. Άνθρωπος του δίνω. Όχι μόνον στον έναν συγκεκριμένο της ιστορίας μας, σ’ όλους ξηγιότανε το ίδιο το λεβεντόπαιδο. Την ιστορία αυτή μου την είπε ο ίδιος ο φίλος του συγχωρεμένου, λίγους μήνες πριν, όταν ο Αντώνης Βαρδής είχε μπει στο δρόμο χωρίς γυρισμό. Πέθανε σα σήμερα 2 Σεπτεμβρίου, το 2014, στα 66 του.

Διαβάστε ακόμα:

Ποια κατάρα την κυνηγούσε